Η παραδοχή των συναισθημάτων

30 1 0
                                    

Μόλις έφτασε το σούρουπο ο Τζανέτος πήγε έξω απ' το σπίτι της. Ο άνδρας της θα αργούσε πολύ απόψε, οπότε δεν υπήρχε πρόβλημα χρόνου, όμως δεν ήξερε ποιος ήταν ο οντάς της. Επιπλέον φοβόταν μην τους καταλάβαινε η υπηρέτριά τους, η Αϊσέ. Τα φώτα ήταν ακόμα ανοιχτά και την είδε να πηγαίνει προς μία συγκεκριμένη κάμαρη και να κλείνει το φως. Πήγε έξω απ' το παράθυρό της και άρχισε να πετάει πετραδάκια.
-
Η Χαριτίνη μόλις είχε ξαπλώσει, αλλά ξαφνικά άκουσε έναν ήχο σαν να έριχνε χαλάζι. Πλησίασε το παράθυρό της και είδε τον Τζανέτο με τα πετραδάκια στο χέρι.
«Τρελάθηκες; Τι κάνεις εδώ;»
«Ο άνδρας σου θ' αργήσει απόψε»
«Κι αν σε δει κάνας γείτονας;»
«Έχει σχεδόν νυχτώσει. Δεν θα με δει κανείς. Και δεν πρόκειται να φύγω αν δεν κατέβεις»
Έριξε κάτι πρόχειρο πάνω της και κατέβηκε με γοργό βήμα
«Δεν χρειάζεται να καλύπτεις το πρόσωπό σου. Σε είδα πριν χωρίς αυτό και ήσουν πανέμορφη. Σκέτη νεράιδα» Όσο της τα 'λεγε αυτά την κοίταζε με λατρεία
Εκείνη τον κοίταζε εκστασιασμένη και το στομάχι της είχε δεθεί κόμπος
«Γκιζέμ, ξέρω πως τα αισθήματά σου είναι αμοιβαία, δεν μπορείς να μου το αρνηθείς»
Πανάθεμά τον έλεγε αλήθεια, όμως έπρεπε να βρει το κουράγιο να του πει ψέματα
«Κατάλαβες λάθος» Του είπε με τρεμάμενη φωνή
«Φαίνεται πως λες ψέματα, σε παρακαλώ μην το αρνείσαι» Της είπε με βουρκωμένα μάτια
Εκείνη τη στιγμή ήθελε να πέσει στην αγκαλιά του και να του πει «Σ' αγαπώ» αλλά δεν τόλμησε, μόνο βούρκωσαν και τα δικά της μάτια και κατέβασε το κεφάλι της. Τότε την έπιασε απ' το πηγούνι και την ανάγκασε να τον κοιτάξει. Κοίταζαν ο ένας τον άλλον με δακρυσμένα μάτια
«Είμαι ερωτευμένος μαζί σου Γκιζέμ. Απ' την πρώτη στιγμή που σε αντίκρυσα»
Έβαλε τα χέρια του στο πρόσωπό της, κατέβασε αυτό που κάλυπτε τα χείλη της και την φίλησε απαλά και τρυφερά. Τότε η Χαριτίνη άρχισε να δακρύζει ακόμη περισσότερο και μετά από λίγα δευτερόλεπτα τον απομάκρυνε
«Χαριτίνη. Το πραγματικό μου όνομα είναι Χαριτίνη» Του είπε και έτρεξε προς το σπίτι της
Μπήκε μέσα βροντώντας την πόρτα. Ταυτόχρονα άγγιξαν και οι δύο τα χείλη τους. Σαν να ήθελαν να σφραγίσουν εκείνη τη στιγμή. Το πρώτο τους φιλί. Την πρώτη φορά που της παραδέχτηκε τα συναισθήματά του, ακόμα κι αν εκείνη το έκανε έμμεσα.
-
Η φούγα του γι' αυτό το κορίτσι όλο και δυνάμωνε. Από τότε που τη φίλησε δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο και είχε μέρες να τη δει. Όλοι είχαν προσέξει την αλλαγή στην συμπεριφορά του, μα πιότερο ο Γιώργης. Μόλις είχαν τελειώσει τις δουλειές τους είχαν επιστρέψει στο δωμάτιό τους
«Τι σου συμβαίνει ρε Τζανέτο; Εσύ δεν ήσουν έτσι»
«Άσε με» Του είπε κοφτά
«Πες μου τι σε βασανίζει. Ό,τι και να 'χεις σε τρώει σαν το σαράκι»
«Δεν θέλω να το συζητήσω!» Του φώναξε
Πρώτη φορά έβλεπε τον φίλο του σε αυτήν την κατάσταση
«Πες το! Πες το να το βγάλεις από μέσα σου!»
«ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΟΥ ΠΑΩ!» Ούρλιαξε και ξέσπασε σε κλάματα
«Τι θα πει αυτό;»
«Θα πει ότι την αγαπάω. Ότι δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εκείνη. Ότι είναι η πρώτη μου σκέψη μόλις ξυπνήσω και η τελευταία πριν κοιμηθώ»
«Για ποια μιλάς ωρέ;»
«Αυτό δεν θα στο πω. Όμως μόλις τελειώσω από εδώ θα την πάρω και θα φύγουμε στη Μάνη» Είπε αποφασιστικά
«Εκείνη; Νιώθει το ίδιο;»
«Ναι αλλά φοβάται να το παραδεχτεί»
«Είναι απαγορευμένο, έτσι;»
«Ναι είναι! Όμως δεν είναι αμαρτία. Γιατί δεν έχω ξανανιώσει ποτέ έτσι για άλλη γυναίκα ούτε εκείνη για άλλον άνδρα. Από τότε που την πρωτοαντίκρυσα έχασα το μυαλό μου. Ξέρω ότι είναι το άλλο μου μισό» Του εξομολογήθηκε
-
Η Χαριτίνη πάλευε τα κρύψει τα αισθήματά της για τον Τζανέτο. Ήδη η Αϊσέ είχε καταλάβει κάτι και ο σύζυγός της την κοιτούσε με καχυποψία
«Γιατί δεν τρως Γκιζέμ μου;» Την ρώτησε ο μπεηλέρμπεης
«Νομίζω πως αυτές τις μέρες είμαι λίγο άρρωστη, γι' αυτό είμαι έτσι. Νομίζω θα ήταν καλύτερα να κοιμηθώ για λίγες στην κάμαρη που μου είχες δώσει όταν είχα πρωτοέρθει για να μην σε κολλήσω. Έχεις πολλές δουλειές να κάνεις κάθε μέρα»
«Αν νομίζεις πως έτσι θα είναι καλύτερα να πας για λίγες μέρες»
«Σ' ευχαριστώ»
Από τότε που συνέβη αυτό με τον Τζανέτο δεν μπορούσε ούτε καν να κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι μαζί του. Από την πρώτη στιγμή τον μίσησε, που την έφερε εδώ με τη βία και την χώρισε από την αδερφή της. Αλλά τώρα ήταν αλλιώς. Δεν μπορούσε να κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι μ' έναν άνδρα, ενώ ήταν τρελά ερωτευμένη μ' έναν άλλον. Απλά δεν μπορούσε
-
Η Χαριτίνη καθόταν στο παράθυρο και αγνάντευε τη θέα καθώς και σκεφτόταν και πάλι τον Τζανέτο
«Γκιζέμ πρέπει να σου πω κάτι» Της είπε ο σύζυγός
Την έβγαλε από τις όμορφες σκέψεις της 
«Τι συμβαίνει;» Τον ρώτησε σχεδόν αδιάφορα
«Ξέσπασε πάλι πόλεμος με τους Ενετούς. Θα πρέπει να στρατευτώ»
«Αλήθεια λες;» Προσπαθούσε να δείχνει ανήσυχη αλλά στην πραγματικότητα δεν την ένοιαζε ούτε στο ελάχιστο 
«Αύριο κιόλας φεύγω. Σε παρακαλώ ετοίμασέ μου τα απαραίτητα»
«Φυσικά. Πάω αμέσως»
-
«Τζανέτο ξέσπασε πάλι πόλεμος με τους Ενετούς!» Είπε ο Γιώργης φανερά αναστατωμένος
«Τι; Αλήθεια; Πότε;»
«Πριν από λίγες μέρες. Και μάλλον είναι σοβαρός. Επιστρατεύτηκαν οι περισσότεροι μπέηδες της αυτοκρατορίας. Λες να επιστρατεύσουν κι εμάς;»
«Αποκλείεται. Εμείς είμαστε Μανιάτες και ήρθαμε εδώ με έναν σκοπό. Η Μάνη είναι αυτόνομη. Δεν θα τολμήσουν να κάνουν κάτι τέτοιο»
«Το εύχομαι»
«Αν γίνει κάτι τέτοιο θα ξεσηκωθεί ολάκερη η Μάνη. Δεν θέλουν κι άλλα μέτωπα ανοιχτά. Ηρέμησε» Του είπε ο Τζανέτος με καθησυχαστικό τόνο
-
Την επόμενη το βράδυ πήγε στο σπίτι της. Ήταν στον κήπο της και ρουφούσε την ευωδία των γιασεμιών
«Συγγώμη σε τρόμαξα;» Της είπε απολογούμενος
«Λίγο»
«Τι κάνεις; Χαζεύεις τα λουλούδια σου;»
«Ναι, τα γασεμιά μου»
«Όντως, μυρίζουν υπέροχα»
«Είναι το αγαπημένο μου λούλουδι» Ένα αμυδρό χαμόγελο εμφανίστηκε στο όμορφο πρόσωπό της
«Επειδή είσαι σαν κι αυτό. Αγνή και πανέμορφη. Μυρίζεις γλυκά σαν τα γασεμιά. Η καλοσύνη της ψυχής σου καθρεφτίζεται στα μάτια σου.»
Τον κοίταζε έκπληκτη και κυριολεκτικά κρεμόταν απ' τα χείλη του. Ο Τζανέτος έκανε ένα προς εκείνη με το βλέμμα του να μαρτυράει ότι είναι απελπιστικά ερωτευμένος. Έπιασε απαλά το δεξί της μπράτσο και πλησίασε με το πρόσωπό του τα μαλλιά της που ανάβλυζαν ένα γλυκό άρωμα. Η Χαριτίνη έκλεισε τα μάτια της σφιχτά και προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Έβαλε το αριστερό του χέρι στη μέση της κι εκείνη πάγωσε. Σχεδόν δεν την άγγιζε, αλλά ασκούσε τόση επιρροή πάνω της, την έλκυε σαν μαγνήτης. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμιζε ότι θα σπάσει. Ήταν έτοιμη να του ομολογήσει τα συναισθήματά της αλλά ξαφνικά συνήλθε και τον απώθησε.
«Θέλω να φύγεις» Του είπε ενώ προσπάθησε να φανεί ψυχρή
«Δεν θέλεις»
«Αυτό θέλω» Του είπε με μάτια γεμάτα πόνο και λυγμό στη φωνή
Τότε εκείνος σε μια στιγμή παράκρουσης την έπιασε σφιχτά απ' τους καρπούς και της είπε δυνατά και χωρίς σταματημό όλα όσα πραγματικά ένιωθε
«ΕΙΜΑΙ ΕΡΩΤΕΥΜΈΝΟΣ ΜΑΖΊ ΣΟΥ! ΕΙΣΑΙ Η ΠΡΏΤΗ ΜΟΥ ΣΚΈΨΗ ΌΤΑΝ ΞΥΠΝΆΩ ΚΑΙ Η ΤΕΛΕΥΤΑΊΑ ΠΡΙΝ ΚΟΙΜΗΘΏ! ΚΆΘΕ ΚΎΤΤΑΡΟ ΜΟΥ ΣΟΥ ΦΩΝΑΖΕΙ Σ' ΑΓΑΠΆΩ! ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΖΗΣΩ ΧΩΡΙΣ ΕΣΕΝΑ! ΔΕΝ ΜΠΟΡΏ ΝΑ ΖΉΣΩ ΧΩΡΊΣ ΕΣΈΝΑ! ΕΊΜΑΙ ΜΙΣΌΣ ΧΩΡΊΣ ΕΣΕΝΑ! Δεν το καταλαβαίνεις;» Στην τελευταία φράση έσπασε τη φωνή του
Δεν ήξερε τι ν' απαντήσει. Γιατί κι εκείνη ένιωθε το ίδιο. Δεν θ' άλλαζε ούτε λέξη. Αλλά φοβόταν. Φοβόταν πολύ
«Δεν υπάρχει μέλλον για 'μας. Δεν το βλέπεις;»
Έβαλε τα χέρια του στο πρόσωπό της
«Όλα μπορούν να γίνουν, αρκεί να το θέλουμε κι οι δυο» Της είπε με μια χαρμολύπη
Έπιασε τα χέρια του απαλά και τα κατέβασε
«Δεν υπάρχει ζωή για εμένα. Πήγαινε να φτιάξεις τη δική σου Τζανέτο και μην τη χαραμίσεις εξαιτίας μου»
«Καμιά άλλη δεν θ' αγαπήσω. Θα σ' αγαπώ μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Θα σ' αγαπώ μέχρι θανάτου»
«Κι εγώ αγάπη μου» Είπε ψιθυριστά
Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να τον φτάσει και πλησίασε τα χείλη του. Οι ζεστές τους ανάσες μπλέχτηκαν και τότε έβαλε το χέρι της ανάμεσά τους. Έμειναν έτσι για λίγα δευτερόλεπτα. Η Χαριτίνη το έβαλε στα πόδια. Μπήκε μες το σπίτι κι έτρεξε στο δωμάτιό της. Έκρυψε στο κεφάλι της ανάμεσα στα μαξιλάρια, όπως τότε που είχε πρωτοέρθει. Ο Τζανέτος είχε μείνει ακόμα στην ίδια θέση. Με κλειστά τα μάτια και κυρίως μαγεμένος. Μαγεμένος απ' αυτό πλάσμα που πλέον κατείχε ολοκληρωτικά την καρδιά του.
-
Ήθελε να ξαναπάει. Ήξερε πως τον αγαπούσε κι εκείνη. Το είπε ψιθυριστά αλλά το είχε ακούσει. Δεν πίστευε στο κάρμα, ούτε ότι υπάρχει το άλλο μισό όπως έγραφαν οι ρομαντικοί ποιητές. Θα αγαπούσε τη γυναίκα που θα έπαιρνε. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Όμως τελικά υπήρχε το άλλο του μισό. Και ήταν εκείνο το κορίτσι με το σπάνιο όνομα. Η Χαριτίνη. Η Χαριτίνη του. Ήταν η μόνη γυναίκα που ήθελε να έχει στο πλευρό του. Καμία άλλη δεν θα μπορούσε να πάρει τη θέση της στην καρδιά του. Ποτέ! Αυτά σκεφτόταν όσο αγνάτευε τη θάλασσα. Τη θάλασσα. Τη θάλασσα που εκείνη λάτρευε γιατί ήταν νησιώτισσα. Έμοιαζε με νύμφη του νερού. Ήταν ελεύθερο πλάσμα. Και τη φυλάκισαν. Γι' αυτό είχε αυτή τη μελαγχολία στα μάτια, που όμως περιέργως την έκαναν να μοιάζει ακόμα πιο όμορφη. Εκθαμβωτική. Ήθελε να την ελευθερώσει. Να δει έστω για μία φορά αυτά τα μάτια να χαμογελούν. Αν υπήρχε επόμενη ζωή πάλι εκείνη θα διάλεγε. Σε κάθε ζωή. Ήταν το πεπρωμένο του κι εκείνος το δικό της.
-
Η Χαριτίνη καθόταν στα σκαλιά και αγνάτευε το ολόγιομο φεγγάρι. Την χάζεψε από μακριά για λίγα λεπτά. Αυτή τη φορά φαινόταν ήρεμη, χαρούμενη. Σαν να ονειρεύεται. Ήταν η πιο όμορφη εικόνα που είχε δει ποτέ στη ζωή του. Πήγε και κάθισε δίπλα της
«Τι κάνεις τόσο αργά μόνη σου έξω;»
«Απλά αγναντεύω το φεγγάρι και τ' αστέρια. Έχει όμορφη βραδιά απόψε. Εσύ; Πάλι εδώ;»
«Θα έρχομαι μέχρι να παραδεχτείς αυτά που νιώθεις»
«Τότε θα πρέπει να έρχεσαι για πάντα»
«Αν χρειαστεί θα το κάνω» Είπε αποφασιστικά
«Ένα πεφταστέρι!» Φώναξε και το έδειξε με τα δάχτυλό της. Ήταν τόσο αθώα και ενθουσιώδης. Σαν μικρό κοριτσάκι. Χαμογέλασε και έμεινε να την κοιτάει «Λένε πως όταν τα βλέπεις και κάνεις μια ευχή θα πραγματοποιηθεί»
«Τότε εύχομαι να παραδεχτείς επιτέλους τα αισθήματά σου»
«Πρέπει να την πεις από μέσα σου αλλιώς δεν θα πραγματοποιηθεί» Σχολίασε εκείνη
«Κι αν πραγματοποιηθεί;»
Την κοίταξε με απελπισία. Πρωτού προλάβει ν' αντιδράσει την φίλησε, αλλά αυτήν τη φορά με πάθος, το πάθος που τόσο καιρό καταπίεζε μέσα του. Αυτήν τη φορά ανταποκρίθηκε. Το ήθελε αυτό το φιλί. Αυτό το φιλί που περιείχε όλα τους τα συναισθήματα. Έρωτα, πάθος, τρυφερότητα κι αγνή, καθαρή αγάπη. Κάποια στιγμή την άφησε και της είπε για δεύτερη φορά «Σ' αγαπώ» κάτω απ' τον χορό των αστεριών. Εκείνη απλά τον κοίταξε και χαμογέλασε. Άρχισε να μοιράζει μικρά φιλιά κατά μήκος των χειλιών της και ανάμεσα στα κενά αυτών των φιλιών της έλεγε «Σ' αγαπώ». Ούτε εκείνος ήξερε πόσες φορές είπε αυτή τη λέξη εκείνο το βράδυ. Ένιωθε ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο.
«Σ' αγαπάω Τζανέτο. Απ' την πρώτη στιγμή το βλέμμα σου μ' αιχμαλώτισε»
Την κοίταξε και χάιδεψε το μάγουλό της. Εκείνη δάκρυσε και χαμογέλασε δίχως φόβο
«Έτσι θέλω να σε βλέπω ψυχή μου. Μόνο να χαμογελάς. Μόνο όμορφα συναισθήματα να ξεχειλίζουν απ' τα εκθαμβωτικά μάτια σου»
«Θα έρθω μαζί σου. Όταν τελειώσεις με τις υποχρεώσεις σου εδώ θα έρθω μαζί σου ό,που κι αν πας» Είπε με ειλικρινές ύφος
Δεν περίμενε να του πει κάτι τέτοιο. Ενστικτωδώς την σήκωσε στα χέρια και άρχισαν να στριφογυρνούν. Γελούσαν και οι δύο δυνατά. Ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής τους. Μέχρι τώρα...

Κάποτε στην Πόλη Where stories live. Discover now