Πρωινό

342 41 11
                                    

Το επόμενο πρωί η Αλεξάνδρα ξύπνησε μετά απο πολύ κόπο. Είχε πιει τόσο πολύ το προηγούμενο βράδυ που είχε ένα κεφάλι καζάνι. Το δωμάτιο ήταν πάρα πολύ φωτεινό. Περισσότερο απο κάθε άλλη φορά. Ποιος είχε τραβίξει τις κουρτίνες; Άνοιξε τα μάτια της και κάτι δεν πήγαινε καλά. Οι τοίχοι του δωματιού δεν ήταν οι λευκοί τοίχοι που είχε συνηθίσει να βλέπει κάθε πρωί. Το κρεβάτι ήταν λίγο μεγαλύτερο απ'ότι συνήιθως και μοίριζε ένα άρωμα. Ένα αντρικό άρωμα. Κατι της θύμιζε απλώς δε μπορούσε να καταλάβει τι. Πέταξε τα σκεπάσματα απο πάνω της και κατευθύνθηκε προς την πόρτα του δωματίου. Ακολούθησε την μοιρωδιά φρέσκου καφέ και βρέθηκε στην κουζίνα του Μάνου. Μα καλά τι έκανε στο σπίτι του;

"Βλέπω ξύπνησες επιτέλους και έλεγα θα κοιμηθείς μέχρι το μεσημέρι"

"Τι ώρα είναι;"

"Κοντεύει 11"

"Τι κάνω εδώ; Εδώ κοιμήθηκα;"

"Ναι" της είπε και της έδωσε μια κούπα με ζεστό καφέ και μια ασπιρινη. "Πάρε αυτό γιατί σίγουρα θα έχεις πονοκέφαλο. Πόσο ήπιες χτες;'

"Τι ήπια χτες;"

"Α καλά κατάλαβα..θυμάσαι πως ήρθες ως εδώ ή ουτε αυτό;"

"Με το αμάξι. Ήρθα για να μιλήσουμε..."

"Ναι και μετά έφυγες"

"Και γιατί ξαναήρθα;" Τι είχε γίνει χτες βράδυ;

"Ήρθες γιατί σε έδιωξα. Οταν επέστρεψες βρομούσες αλκοολ και ήθελες να μιλήσουμε"

"Και τι σου είπα;"

"Τώρα πραγματικά δε θυμάσαι ή το κάνεις επίτηδες;" της είπε κάπως θυμωμένος.

"Το κεφάλι μου πάει να σπάσει..."

"Αφου δεν είσαι μαθημένη γιατί πίνεις;"

"Προφανώς κάποιο λόγο θα είχα...γιατί κοιμήθηκα εδω;"

"Γιατί αφού μου είπες ό,τι ήθελες σε πήρε ο ύπνος. Δε μπορούσα να σε γυρίσω σπίτι σου ήταν τρεις το ξημέρωμα και δεν ήξερα τι να πω στον Λουκά"

"Ο Λουκάς! Τον ξέχασα..!"

"Μην ανησυχείς σε θυμήθικες αυτός. Όλη νύχτα δε σταμάτησε να παίρνει τηλέφωνο. Στο τραπέζι του σαλονιού είναι, αναγκάστηκα να το κλείσω." της είπε όταν την είδε να ψάχνει την τσάντα της .

"Πω πω 50 κλήσεις και 20 μηνύματα..τι θα βρω να του πω.."

"Ε κατι θα βρεις δε σε φοβάμαι" της πέταξε

Όπως ΠαλιάWhere stories live. Discover now