An Old Friend

50 8 2
                                    

Δεν αντιδρώ.Κοιτάζω το ταβάνι με ένα παγερό βλέμμα.Δεν δακρύζω.Δεν σκέφτομαι τίποτα.Για πρώτη φορά από τότε που άρχισε να με κυριευει το συναίσθημα του φόβου,δεν προσπαθώ να εξηγήσω τίποτα.Νιώθω τόσο εξαντλημένη,που δεν νομίζω να έχει κάποιο νόημα.Κάθομαι στο πάτωμα ξαπλωμένη δίπλα από τα πράγματα που ειχα ρίξει κάτω πριν απο λιγο τοσο βιαια,μετα το ξεσπασμα θυμου που ειχα.Παρ'ολα αυτά δεν νιωθω τίποτα.Ούτε φόβο,ούτε έκπληξη,ούτε χαρά,ούτε αγχος.Για λιγα λεπτα νιωθω το απόλυτο κενό.Η φωνή της γιαγιάς μου όμως έρχεται να με ανησυχήσει και πάλι."Μυρτωω".Σηκώνω το κεφάλι μου."Ναι αυτή είναι σίγουρα η γιαγιά μου"ψυθιρισα και με μια απότομη κίνηση προσπαθησα να σηκωθώ όρθια.Τρέχω να κατέβω τις σκάλες.Φοβάμαι ότι κάτι έπαθε η γιαγιά μου.Παραλίγο να σκονταψω στα σκαλιά,όμως κατάφερα και έφτασα κάτω.Τρέχω προς την κουζίνα.Ανοίγω την πόρτα και δεν είναι κανείς μέσα.Βλέπω μόνο μια κατσαρόλα να βρίσκεται στην αναμμένη κουζίνα και το καπάκι να πηγαίνει πάνω κάτω αφήνοντας κάποιους υδρατμούς να ξεφύγουν από το περιεχόμενο της που απο οτι φαινεται έβραζε.Κοιταζω δεξια και αριστερα.Φωναζω το ονομα της.Πολλες φορες."Γιαγια"."Γιαγια"."Που είσαι?"."Μίλησε μου σε παρακαλω.".Μέσα στη πίεση και τις φωνές ξεσπάσω σε κλαματα.Τι περίεργο.Ένιωθα και πάλι και το μόνο που ενιωθα ήταν φόβος.Φεύγω από την κουζίνα.Τριγυρνώ στο σπιτι προσπαθωντας να την βρω.Ψάχνω στο μπάνιο ,στο σαλόνι,πουθενά.Είναι λες και άνοιξε η Γη και την κατάπιε.Εχω αρχισει και ανησυχώ περισσότερο.Βλεπω την εξωπορτα ανοιχτη.Τρεχω να δω τι συμβαινει.Ενας άνθρωπος βρίσκεται στη πόρτα.Είναι καλοντυμένος.Αρκετά ψηλός.Φοράει κουστούμι, ένα ασημένιο ρολόι στο δεξί του χέρι και ένα δερμάτινο βραχιόλι στο αριστερό.Βλέπω τη γιαγια μου να στέκεται δίπλα στον άνδρα και τρρχω να την αγκαλιάσω.Η γιαγιά μου ξαφνιαζεται.Με αποτρέπει και ζητάει από τον άνθρωπο να μπει στο σπιτι.Προχωράει και κάθεται στο σαλόνι.Καθομαι ακριβώς απέναντι του και προσπαθώ να μην έχω καθόλου οπτική επαφή μαζί του.Περιμένω τη γιαγιά μου να μιλήσει.Να πει κάτι.Να μου συστήσει τον κύριο.Περνούν μερικά λεπτά και παίρνω την πρωτοβουλία να μιλήσω μιας και μέχρι τώρα δεν έχει ακουστεί λέξη."Καλησπερα"."Ονομάζομαι Μυρτώ"."Εσεις?"."Χαρηκα"μου απανταει."Κωνσταντινος","Κωνσταντινος Αλεξόπουλος" αποκρίθηκε."Λοιπόν,σε τι οφείλουμε την επίσκεψη σας",συνεχίζω."Ήρθα να σου μιλήσω Μυρτώ"."Εμένα?Απο που κι ως που?"ρωτησα εκπληκτη."Εχω να σου πω κατι πολυ σημαντικό.Κάτι που δεν γνωρίζεις.Κατι που ίσως να σου αλλάξει ολόκληρη τη ζωή".Η γιαγιά μου κάθονταν και παρακολουθουσε ανενόχλητη,χωρίς να δείξει ούτε ίχνος έκπληξης.Πάντα έτσι ήταν η γιαγια μου.Δεν ανακατευοταν ποτέ σε ξένες υποθέσεις.Το θεωρούσε πολύ σημαντικό να κοιτάει τη δουλειά της και να παίρνει μέρος σε κάποια συζήτηση μόνο αν της ζητηθεί.Εγώ δεν μπορώ να συγκρατήσω την έκπληξη μου και πάνω στην ησυχία που προκλήθηκε από τα λόγια που ξεστόμισε ο άγνωστος,παρατηρω ενα τατουαζ να φαίνεται κάτω από το ρολόι του άντρα.Ναι.Είναι το τατουάζ που είχα δει την προηγούμενη μέρα στον άνθρωπο που με κυνηγούσε.Δεν νιώθω καλά.Αρχίζω και ζαλίζομαι.Ήταν κάτι που δεν άντεχε το ήδη εξουθενωμένο μυαλό μου.Οπότε βρίσκω ευκαιρία και ζητάω να πάω στην τουαλέτα.Εκεί ίσως να κερδίσω χρόνο να σκεφτώ και να ξέρω πως να αντιδράσω.Κλειδωνω την πόρτα και σκέφτομαι.Είναι ο ίδιος άντρας με εχθές.Μάλλον θέλει το κακό μου σκεφτηκα.Όμως τότε θυμήθηκα κάτι.Μου ήρθε σαν εικόνα στο μυαλό το γράμμα που είχα διαβάσει προ λιγής ώρας.Το γραμμα ειχε υπογραψει ένας άντρας που ονομαζόταν "Κωστας".Ο άνθρωπος που κάθονταν στο καναπέ ονομαζόταν Κωνσταντίνος."Ίσως να είναι αυτός"σκέφτομαι."Δεν πρέπει να χάσω την ευκαιρία να μάθω για τον πατέρα μου" είπα και ξεκλείδωσα τη πόρτα,αποφασισμένη να αντιμετωπίσω τα μυστικά που ήταν καλά κρυμμένα απο εμένα για χρονιά.

The FoxWhere stories live. Discover now