Κεφάλαιο 4: Κάποιος μου πείρε τον καφέ μου

426 66 3
                                    

Ο Λουκάς έμεινε όλο το βράδυ ξάγρυπνος. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι του συμβαίνει. Ήταν λες και ξαφνικά το σώμα του αδυνατούσε να ηρεμίσει. Το μυαλό του δεν άντεχε να κατεβάσει τα ρολά και τα μάτια έμεναν μονίμως ανοιχτά. Με μια κούπα ζεστό καφέ στο χέρι κάθισε στην γωνία του καναπέ και κοίταξε έξω από το μεγάλο παράθυρο. Ο ήλιος άρχισε να εμφανίζετε απειλητικός καθώς ο αέρας έγερνε με μανία τα δέντρα πότε μπρος και πότε πίσω. Η βαβούρα στους δρόμους συνεχώς και μεγάλωνε ενώ οι άνθρωποι πήγαιναν βιαστικοί στις δουλειές τους. Του άρεσε η μουντάδα που έβγαζε ο καιρός. Η αγριάδα του βοριά που σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά του. Του θύμισε την μουντή και άχαρη ζωή που ο ίδιος επέλεξε. Δεν ήταν πάντα έτσι. Παλιά ήταν λιγότερο... σκεπτικός. Μεγαλώνοντας κατάλαβε πως οι λέξεις και οι πολλές κουβέντες ίσως και να ήταν χάσιμο χρόνου.

Η Μυρτώ γύρισε εξουθενωμένη από την δουλειά. Δεν άντεχε ούτε να μιλήσει. Τα πόδια της πονούσαν από τα τακούνια, που τόσο μισούσε και από την πολύωρη ορθοστασία. Έβγαλε τις μπογιές από το πρόσωπό της και αισθάνθηκε ανακούφιση. Μπορεί να λάτρευε το μακιγιάζ, μα οι 8 ώρες που το φορούσε την έκαναν να σιχαίνεται το ίδιο της το δέρμα. Άλλαξε γρήγορα τα ρούχα της και ξεκίνησε για την σχολή χωρίς καθόλου ύπνο. Η μόνη της στάση ήταν για να πάρει αυτό το ελιξίριο ενέργειας, που οι άνθρωποι συνηθίζουν να ονομάζουν καφέ και έτρεξε πανικόβλητη προς την στάση. Άνω Τούμπα- Πανεπιστήμιο μεγάλη απόσταση. Ρωτήστε και τους Θεσσαλονικιούς.

Ο Λουκάς κατέβηκε από το λεωφορείο και κατευθύνθηκε προς το αμφιθέατρο. Τρεις ώρες γεμάτες με Εμπορικό Δίκαιο και ήδη βαριόταν.

-Καλημέρα μορφονιέ; Όλα καλά; Τον πείραξε για μια στιγμή η Στέλλα και της χαμογέλασε. Φοβερή κοπέλα. Κρητικιά από τις λίγες. Όμορφη, με μαύρα πλούσια μαλλιά και σώμα γεμάτο καμπύλες.

-Καλημέρα πατριώτισσα. Βαριέμαι. Της απάντησε και η κοπέλα γέλασε. Καθίσανε μαζί με την υπόλοιπη παρέα σε κάποια από τις τελευταίες σειρές.

-Που χάθηκες εσύ ατιμούτσικο; Του είπε ο Βλάσης, το αγόρι της Στέλλας και του τσίμπησε παιχνιδιάρικα το μάγουλο.

-Δεν τον ξέρεις; Κλείνεται όλη μέρα μέσα αγκαλιά με τα βιβλία. Αφού αναρωτιέμαι αν έχουν και σχέσεις σεξουαλικού περιεχομένου. Έσπευσε να απαντήσει ο Νεκτάριος και ο Λουκάς του έβγαλε την γλώσσα.

-Μην τον πειράζετε τον πατριώτη μωρέ. Κουζουλό παιδί, μα καλό παιδί.

-Να 'σαι καλά ρε Στέλλα. Άμα συλληφθώ ποτέ μου, θύμισέ μου να μην σε φωνάξω για δικηγόρο. Της απάντησε και αφοσιώθηκε στον καθηγητή που μόλις εμφανίστηκε.

Ένας χρόνος και κάτι ψιλά.Where stories live. Discover now