Ο Λουκάς έμεινε να την κοιτάζει. Αυτό το παχουλό κορίτσι είχε μεγάλο στόμα τελικά. Μα δεν είχε άδικο. Και κει που επικρατούσε απόλυτη ησυχία, ένιωσε να κάνει το μόνο πράγμα που της άρμοζε. Χειροκρότησε. Χειροκρότησε την μπέσα και την μαγκιά της. Και από αυτόν ξεκίνησαν και άλλοι μέχρι που όλοι στην λέσχη τον μιμήθηκαν. Και τότε το είδε. Η κοπέλα κοκκίνισε, χαμογέλασε αμυδρά και έφυγε γρήγορα... Μα κοκκίνισε; Θα έλεγε κανείς πως κάποια, που με τόση ευκολία αφήνει τον οποιοδήποτε δίχως λέξεις είναι αδύνατον να ντρέπεται. Όμως εκείνη μόλις άκουσε το χειροκρότημα έφυγε σαν κυνηγημένη. Και χωρίς να το αντιληφθεί, σαν να μην όριζε τα πόδια του έτρεξε πίσω της να πάει να την βρει. Μα εκείνη είχε ήδη χαθεί.
Η Μυρτώ έβρισε για ακόμα μια φορά τον εαυτό της. Πως κατάφερε να γίνει πάλι θέαμα; Γιατί δεν συγκράτησε λίγο το μεγάλο της στόμα; Κάθε φορά αυτό κάνει. Δεν σκέφτεται. Μιλά με την καρδιά της και πάντα μπαίνει σε μπελάδες. Ακόμα δεν ήρθε στην σχολή και ήδη την είχαν μάθει ως το κορίτσι που δεν σταματά να μιλά. Τι ντροπή!
Άκουσε το κινητό της να χτυπά αμέσως το σήκωσε.
-Γεια σου Αγγελική.
-Που είσαι καλέ; Γιατί έφυγες;
-Να... Πηγαίνω προς το σπίτι να ετοιμαστώ για την δουλειά.
-Α καλά. Θα περάσουμε με τα παιδιά άμα είναι.
-Οκ. Φιλάκια.
Μόλις έφτασε στην στάση, κατέβηκε από το αστικό και ξεκίνησε τον δρόμο για το σπίτι. Δεν είχε πολύ χρόνο. Έπρεπε να είναι στο μαγαζί στις 9 γιατί στις 11 ξεκινούσε. Ήταν τραγουδίστρια. Όχι, σαν αυτές τις σκυλούδες. Απεχθάνονταν το στιλ τους άλλωστε. Δούλευε σε ένα μικρό παλιό μαγαζί στο κέντρο που έπαιζε μόνο τζαζ και μπλουζ. Ακριβώς το είδος της. Έτσι μπορούσε να καλύψει ένα ποσό από τα έξοδά της. Δεν ήθελε να επιβαρύνει πολύ τους γονείς της. Ίσα που τα κατάφερναν. Η μητέρα της δούλευε ως δασκάλα και ο πατέρας της ως οδηγός του ΚΤΕΛ. Είχε και δυο αδερφές δίδυμες που περνούσαν την εφηβεία και τους τρέλαναν όλους. Πόσο της είχαν λείψει... πόσο της έλειπε το νησί...
Ο Λουκάς έμεινε και αυτό το βράδυ μέσα. Έπρεπε να διαβάσει. Να τα καταφέρει. Δεύτερο έτος νομικής και χρωστούσε μόνο ένα μάθημα. Πολλές φορές ο πατέρας του τον πείραζε που διαβάζει τόσο μα εκείνος εκεί. Ήθελε να τον κάνει περήφανο. Όπως τα είχε καταφέρει ο αδερφός του. Πάντα προσπαθούσε να τον φτάσει. Λες και ένιωθε μπροστά του τόσο λίγος... Ο Ιάκωβος είχε τελειώσει μοριακή βιολογία και δίδασκε σε ένα από τα γνωστότερα πανεπιστήμια στην Αγγλία. Μίλαγε άπταιστα τέσσερις γλώσσες και ήταν εκπληκτικός στο πιάνο. Οι γονείς του πάντα καμάρωναν για τον Ιάκωβο μα ποτέ δεν τον προτίμησαν από τον Λουκά. Εκείνος όμως είχε βάλει στόχο να τα καταφέρει. Να γίνει καλύτερος από τον αδερφό του. Να κάνει τους γονείς του περήφανο μόνο για εκείνον.
ESTÁS LEYENDO
Ένας χρόνος και κάτι ψιλά.
RomanceΠόσα πράγματα μπορούν να συμβούν σε "ένα χρόνο και κάτι"; Πόσα πρόσωπα θα φύγουν, άλλα και πόσα θα έρθουν... Πόσα θα αλλάξουν, μα και πόσα θα μείνουν ίδια; Τι μπορεί να γίνει σε ένα χρόνο; Αυτές οι ερωτήσεις ίσως να ταιριάζουν στους πιο ρομαντικούς...