Ηχω

127 12 19
                                    

Καθόταν μπροστά σε μια παρτιτούρα του και την περιεργαζοταν. Κάτι πιστευε οτι είχε κανει λάθος.
Εψαχνε να βρει την τελειότητα μέσα απο τη μουσική, όμως ποτε δεν είχε συνθέσει κάτι που να τον ικανοποιεί και απογοητευοταν διαρκώς.
Αλλωστε ουτε εκείνος ηταν τέλειος. Ούτε που αγγιζε την τελειότητα. Πως μπορεί λοιπον κάτι που δεν ειναι τέλειο να δημιουργήσει κάτι τέλειο;
Αυτός όμως δεν το καταλάβαινε! Πάλευε με την ίδια τη φύση. Πάλευε για το ακατόρθωτο.
Ολοι καλιτεχνες έχουν τις παραξενιές και τα ελλατωματα τους. Αυτός ηταν απλα μοναχικός. Δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανένα γι' αυτά που τον απασχολουσαν. Δεν ηταν οτι δεν ήθελε, απλα δεν είχε κανένα αρκετά κοντά του, ώστε να του μιλήσει. Ετσι, όλα τα προβλήματα συσσωρεύονταν μέσα του και χωρίς να το καταλαβαίνει τον έπνιγαν, τον τραβούσαν στο βυθό.

Εκείνο το πρωι ξύπνησε χωρίς διάθεση. Μετα απο λιγες ώρες άρχησε να κλαιει, χωρίς εμφανή λογο. Δεν ήξερε γιατί κλαίει και δεν μπορούσε να σταματήσει τον εαυτό του απο το να το κανει.
Αργότερα, όταν τελικά σταμάτησε, αποφάσισε να παίξει το αγαπημένο του κομμάτι στο πιάνο. Η μουσική γέμισε το δωμάτιο.

.................................

Δεν ήξερε ποση ωρα επαιζε, όταν άκουσε καθαρά τώρα πια, φωνες απο την είσοδο της πολυκατοικίας του. Συνειδητοποίησε οτι τις άκουγε εδώ κι αρκετή ωρα.
Ανοίξε την πόρτα του διαμερίσματος του να δει τι σηνεβαινε.
Μύρισε καπνό.
Εκείνη τη στιγμη άκουσε κάποιον να φωνάζει οτι η φωτιά έφτασε μέχρι τον όροφο του.
Εμεινε εμβρόντητους. Τα ματια του χάθηκαν στο κενο. Δεν ηταν πανικός αυτό που ένοιωθε, ηταν απλα η γνώση οτι δεν υπήρχε τροπος να γλιτώσει και δεν είχε κανει αυτά που ήθελε στη ζωη του.
Τοτε, κινούμενος απο κάποια έμφυτη παρόρμηση, κάθησε στο πατωμα, μπροστά στην ανοιχτή πόρτα, και άρχησε να μιλάει για τη ζωή του, για τα προβλήματα του, και το μονο που του απαντούσε ηταν η ηχώ που έκανε η φωνη του, ο ήχος της φωτιάς που έκαιγε τις παλιές πόρτες των διαμερισμάτων και τα τζαμια που έσπαγαν απο τη ζεστη. Τα ματια του ειχαν αρχησει να τσουζουν. Τοτε του ήρθε η ιδέα για το κομματι που πάντα ήθελε να γραψει, το πρωτο πεντάγραμμο θα ηταν και αυτό που θα επαναλαμβανόταν στο ρεφρέν και ενδιάμεσα θα υπήρχε κάτι σαν ηχώ που θα έμοιαζε με απάντηση στις υπόλοιπες νότες, αλλά πλεον δεν είχε τον χρονο, συνειδητοποίησε, ξαφνικα ποσο γρήγορα πραγματοποιήθηκαν όλα αυτά που ήθελε στη ζωή του, και ποσο γρήγορα αυτή έφευγε.
Ηθελες λίγο ακόμα χρονο, αλλά κανεις δεν μπορεί να σταματήσει τον χρονο. Τώρα, ένοιωθε την ζεστασιά της φωτιάς στη πλάτη του και τις σειρήνες της πυροσβεστικής να ηχούν αμυδρά.

Παιδιά, αν σας άρεσε η ιστορία αφήστε σχόλιο( πραγματικα θα το εκτιμούσα, και επίσης θα θελα να ξέρω ποιοι ελάχιστοι άνθρωποι διαβάζουν τις ιστορίες μου).
Ευχαριστώ! ;-)

ΕλπιδαWhere stories live. Discover now