11: «Ο γιος του Αϊνστάιν ζει ανάμεσά μας!»

1K 155 20
                                    

Δε μίλησα.

Λέξη δεν είπα, ούτε καν όταν επέστρεψε το ρεύμα και μαζευτήκαμε πάλι όλοι στο σαλόνι.

Έμεινα αμίλητη για είκοσι λεπτά στο περίπου. Κάθε φορά που με ρωτούσε ο Έβαν αν είμαι καλά, εγώ απλώς κουνούσα το κεφάλι. Δε μπορούσα να τον κοιτάξω στα μάτια χωρίς να αισθάνομαι ο χειρότερος άνθρωπος στην υφήλιο.

Έστω κι αν εκείνο το φιλί δόθηκε από καθαρό οίκτο και μηδέν συναίσθημα, και πάλι ένιωθα ότι τον είχα απογοητεύσει. Και δεν του άξιζε καθόλου. Ήταν ήδη αρκετά όσα είχε περάσει. Πάντοτε αισθανόμουν απέχθεια για όσους απατούσαν το ταίρι τους, και αυτό με έκανε την μεγαλύτερη υποκρίτρια που υπήρχε. Πάλι καλά που είχε πάει στην κουζίνα να φτιάξει λίγο καφέ.

Και πώς λάτρευε τον καφέ!

Η σιχαμάρα που ένιωθα για μένα κόντευε να με πνίξει, μέχρι που άνοιξε η πόρτα της εισόδου διάπλατα. Κοίταξα τους δύο γίγαντες που στέκονταν εκεί. Ήταν τα διασημότερα αγόρια του σχολείου, οι καλύτεροι ποδοσφαιριστές της πόλης. Και όλως περιέργως ήταν και οι δυο ντυμένοι στα μαύρα. Δε το προτιμούσαν συχνά το συγκεκριμένο χρώμα, ή για να ακριβολογήσω, ήταν η πρώτη φορά που τους έβλεπα στα μαύρα.

«Έκπληξη!» φώναξε ο Τζόρνταν μπαίνοντας στο σπίτι. Τα μαλλιά του ήταν ψιλοβρεγμένα από τη βροχή. Ο Σέιν τον ακολούθησε, αλλά δεν είπε τίποτα, πράγμα που ήταν επίσης περίεργο. Δεν τον έλεγες και ντροπαλό. Τα μάτια μου στένεψαν πάνω του. Και η Λάου ήταν η πρώτη που είπε αυτό που όλοι σκεφτόμασταν.

«Εσείς!» είπε και τους σημάδεψε με το δάχτυλό της. «Δική σας φάρσα ήταν όλο αυτό, έτσι;»

Ο Τζόρνταν της χαμογέλασε δήθεν αθώα. «Δε καταλαβαίνω για ποιο πράγμα μιλάς», ανακοίνωσε ρίχνοντας μια ματιά στον Σέιν. «Σωστά, αδελφέ μου;»

«Μα καθόλου, όμως», είπε εκείνος κουνώντας αδιάφορα τους ώμους του. «Εμείς μόλις ήρθαμε.»

«Σοβαρά, ε; Και γιατί φοράτε και οι δύο μαύρα;» αγανάκτησε η Λάου και σταύρωσε τα χέρια μπροστά της.

«Είχαμε πάει σε ένα πάρτι, και τα μαύρα ήταν το θέμα», αποκρίθηκε ο Σέιν κοιτώντας οπουδήποτε εκτός από εμένα. Ήθελα κάτι να πω, αλλά η φωνή μου με πρόδιδε.

Ο Τζέισον μούγκρισε. «Μας κόψατε τη χολή.»

«Μας;» τσίριξε η Νάντια σηκώνοντας το φρύδι, «σου, θες να πεις.»

ΜεγαλώνονταςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora