14: «Θα τη μοιραζόμαστε. Σαν τον Έντουαρντ και τον Τζέικομπ.»

974 129 41
                                    

Ο Σέιν...

Καθώς τον πλησίαζα, όλα έμοιαζαν να κινούνται σε αργή κίνηση. Επέστρεψαν οι αναμνήσεις, στοιχειώνοντας το νου μου. Θυμήθηκα την ηλίθια αλαζονεία του, το ξιπασμένο του χαμόγελο, οι βδελυρές παρατηρήσεις του, ακόμα και η γελοία νοοτροπία που έλεγε ότι ο κόσμος περιστρεφόταν γύρω του.

Κι έπειτα θυμήθηκα όλες εκείνες τις φορές που με είχε βοηθήσει, ακόμα κι όταν δεν υπήρχε κανένας λόγος να το κάνει. Όπως τότε, που με είχε πάει στο ποτάμι και μου είχε προσφέρει ένα χάμπουργκερ από τα Μακ Ντόναλντς. Επίσης, είχε χωθεί σε καυγά για χάρη μου, στο πάρτι της Έλεν. Είχε ανοίξει την αγκαλιά του, όταν έκλαιγα για τον Έβαν, αντί να με κοροϊδέψει. Με είχε κουβαλήσει και στα βράχια της πόλης Ρίβερ.

Συνειδητοποίησα ότι η μαμά μου είχε δίκιο. Πίσω από το φαντασμένο του προσωπείο, κρυβόταν ένας καλός άνθρωπος. Το υφάκι ήταν απλά ένας τρόπος να προστατεύσει τον εαυτό του για να μην πληγωθεί. Δεν ερχόταν κοντά με κανέναν, δεν ήθελε να τους δώσει το δικαίωμα να πληγώσουν τον πυρήνα του. Θυμήθηκα πόσο ευάλωτος μου είχε φανεί πιωμένος, όταν μου έλεγε πως μ' αγαπάει.

Κι όμως, τίποτα δεν δικαιολογούσε τις πράξεις του. Δεν έπρεπε να με σύρει στην μικρή ντουλάπα για να με φιλήσει κατά αυτόν τον τρόπο. Έσφιξα τις γροθιές μου. Πραγματικά ήθελα να τον χαστουκίσω επί τόπου, αλλά ήξερα ότι δεν έφταιγε μόνο αυτός, κι εγώ δεν έπρεπε να τον φιλήσω πίσω. Αλλά, προς Θεού, μου ήταν τόσο δύσκολο να τον απορρίψω, από τη στιγμή που ένιωθα την αδυναμία να ξεχειλίζει από τους πόρους του.

Τα μελιά μάτια του με κοίταξαν, ενώ κάναμε τα τελευταία βήματα που θα μας έφερναν αντιμέτωπους. Δαγκώθηκα από νευρικότητα. Αυτός τράβηξε τα ακουστικά από τα αυτιά του.

Σταματήσαμε να περπατάμε και έγειρα λίγο το κεφάλι προς τα επάνω, για να τον κοιτάξω. Έδειχνε σοβαρός, δεν χαμογελούσε ούτε φαινόταν να έχει διάθεση να με ειρωνευτεί. Τα χείλη του ήταν πιεσμένα. Το να τον έχω τόσο κοντά μου με έκανε να καταλάβω πόσο πολύ ήθελα να τον χαστουκίσω για όλο αυτό το μπάχαλο που είχε δημιουργήσει. Περίμενα να μιλήσει, κι όμως αιφνιδιάστηκα όταν μου είπε το εξής:

«Κάν' το», με ενθάρρυνε, «χτύπα με. Το αξίζω.»

«Πώς ξέ-»

Μια υποψία χαμόγελου σχηματίστηκε στα χείλη του. «Μπορώ να σε διαβάζω πολύ εύκολα.» Μου πέρασε η σκέψη να του ρίξω ένα καλό χαστούκι, αλλά γιατί; Δεν θα έκανε καμία διαφορά. Δεν θα ωφελούσε κανέναν μας.

ΜεγαλώνονταςOù les histoires vivent. Découvrez maintenant