Λούνα

131 19 9
                                    

Ηταν περίπου τρεις τα ξημερώματα μα οπως παντα, το κορίτσι με τα κόκκινα μαλλιά καθόταν στη βεράντα του σπιτιού του, με ματια ορθάνοιχτα· άγρυπνα. Σαν στρατιώτης σε σκοπιά, ποτε δεν κοιμάται, ποτε δεν ξεκουράζεται.

Μόνο ετσι ηρεμεί πραγματικά ομως. Στην μοναξιά της απομονωμένης απο τον κόσμο μονοκατοικίας δυτικά του Λονδίνου, μόλις δυο ώρες μακριά απο το κέντρο, που βρίσκεται βυθισμένη μέσα σ'ενα πυκνό δασος. Εκει στη βεράντα, μ'ενα ποτήρι απο κατι ζεστό ή κρύο ανάλογα με την όρεξη της και το γάτο της στην αγκαλια, βρίσκει την ηρεμία. Αν μπορει να θεωρηθεί ηρεμία, αυτο που συμβαίνει στο ανήσυχο μυαλο της.

Γιατι ειμαι τοσο μόνη;, συχνά πιάνει τον εαυτό της να αναρωτιέται· λες και δεν το επέλεξε αυτη. Κι όσο περίεργο κι αν φαίνεται δεν το έκανε.

Οταν γεννήθηκε, αντίκρυσε έναν κόσμο αδιάφορο. Το βροχερό Λονδίνο σε μια εποχή αδράνειας. Λίγα χρονια μετα, κι έχοντας καλλιεργήσει ενα ζωηρό και ανήσυχο πνεύμα· γονεις καλλιτέχνες, πατέρας επιστήμονας και αθεράπευτα περίεργος και ρομαντικός για την εποχή, έμαθε να κρίνει και να σκέφτεται, πάνω που ολοι γύρω της ξεκίνησαν να κάνουν το ίδιο. Αναγέννηση. Ναι, αυτο νόμιζε πως χρειαζόταν για να εξηγηθούν οι περίεργες συμπεριφορές που έπιανε κατα τη διάρκεια της μέρας στο σπίτι
της. Μια αναγέννηση του εαυτού της.

"Ποτε θα της το πεις; Δεν νομίζεις οτι μεγάλωσε αρκετά;" ρωτούσε η μητέρα της κι οταν καταλάβαινε οτι η Λουνα ηταν κοντα έπιανε τον άντρα της απο το χέρι και τον έσπρωχνε στο δωμάτιο. Δεν καταλάβαινε τιποτα. Έφτιαξε πολλα σενάρια με το γεμάτο φαντασία μυαλο της. Ειμαι υιοθετημένη σίγουρα, σκεφτόταν και κάθε φορα που πήγαινε να ρωτήσει ο πατέρας της γελούσε δυνατά. Ειμαι εξωγήινη, εικάζονταν και παλι ειχε την ίδια απαντηση. Μα μια νύχτα κατι άλλαξε.

Ηταν Τετάρτη, ίσως Πέμπτη βραδυ, οταν η Λούνα, πλέον δεκα χρόνων, ρώτησε για τελευταία φορα τι συμβαίνει. Και μετα, σώπασε για τα υπόλοιπα διακόσια χρονια της ζωής της· μεχρι σημερα φυσικα.

"Μαμά.." ψιθύρισε και χτύπησε διστακτικά τη πορτα του δωματίου της. "Μαμά να μπω μέσα;"

"Ελα Λούνα.." Άκουσε τη φωνή και μπήκε διστακτικά στο δωμάτιο. Ηταν κι ο πατέρας της εκει.

"Θα ρωτήσω για τελευταία φορα. Αν δεν απαντήσετε θα φύγω. Το ορκίζομαι." ειπε αποφασιστικά αν και μέσα της ειχε ζαλιστεί απο το φόβο. Οχι μόνο για το αν θα φύγει μόνη, αλλα και για την απαντηση των γονιών της.

Λούνα: Η αυγή των δαιμόνων (#Wattys2016)Tahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon