Λονδίνο αναμνήσεις μιας άλλης εποχής

90 17 3
                                    

Το πρωι της επόμενης μέρας την βρήκε αποκοιμισμένη πάνω στο γραφείο της. Το φως του ηλίου απο το παράθυρο ενόχλησε τα ματια της κι εκεινη τα άνοιξε στιγμιαία. Απομακρύνθηκε απο εκείνο το σημειο, έκατσε στη σκιά και έτριψε τα ματια της.

Σηκώθηκε και αφου ξέπλυνε τις μπογιές απο το πρόσωπο και τα χερια της, έκανε ενα γρήγορο μπάνιο και βγήκε να ετοιμαστεί. Φόρεσε ενα απο τα φορέματα της, μεχρι το γόνατο με λίγα λουλούδια και αέρινα κοντα μανίκια, και βγήκε εξω στη βεράντα αφου πρώτα έριξε μια περήφανη ματια στο χθεσινοβραδινό της έργο. Ηταν όμορφο, απεικόνιζε τη μητέρα της και ειχε, παραδόξως, αρκετά χρώματα.

Ο Τίγρης, ο πορτοκαλί γάτος της την πλησίασε και τρίφτηκε στα πόδια της κάνοντας τη διαδρομή του μεχρι κατω στο κήπο. Η Λούνα τον κοίταξε· αρχικά χαμογελώντας μα ύστερα δακρυσμένη, ξέροντας οτι αργα ή γρηγορα θα τον εχανε κι αυτόν οπως και όλους τους άλλους.

Κούνησε το κεφαλι της και σκούπισε τα  δάκρυα της, οταν ένας παράξενος για τα αυτιά της ήχος, την τρόμαξε. Πρεπει να συνηθίσω τον ήχο του τηλεφώνου, σκέφτηκε και προχώρησε προς το σπίτι για να το σηκώσει. Ναι, δεν ειχε τηλέφωνο. Ουτε τηλεόραση, ουτε υπολογιστή, μεχρι πρότινος που ο Λέιν την έπεισε να αγοράσει για να περνάει την ωρα της. Η Λούνα τον άκουσε κυρίως για να διευκολύνει τη δουλειά της, ομως αυτο που δεν ηξερε ο Λέιν ηταν οτι τη δουλειά της αποτελούσαν οι έρευνες που έκανε μεχρι αργα, για να βρει το κακο και να το καταστρέψει.

"Παρακαλω;" ρώτησε η Λούνα με την γλυκιά φωνή της. Δεν ηξερε τι να περιμένει, ετσι κι αλλιώς δεν ειχε κανέναν δικό της πουθενά στο κόσμο. Ποσο μαλλον κάποιον να της τηλεφωνεί. Ή τουλάχιστον ετσι νόμιζε. Περιστασιακά, ειχε κάποιους φίλους αλλα αυτο το έκανε πριν πολυ καιρό. Τωρα πια, σταμάτησε να προσπαθεί.

"Γεια σας, η δεσποινίς Λούνα Κόπερφι;" ρώτησε μια άγνωστη γυναικεία φωνή. Αρχικά η Λούνα αναρωτήθηκε ποιον ζητούν, έπειτα ομως θυμήθηκε.

"Ναι η ίδια. Πως μπορω να σας βοηθήσω;" ρώτησε.

"Δυστυχώς το σπίτι σας θα κατεδαφιστεί. Έργο της πόλης για παρκο αναψυχής." ακούστηκε ξανά η φωνή πιο ψυχρή και τυπική απ'οτι πριν. Το μυαλο της Λούνα ειχε πάρει φωτιά. Το σπίτι ανήκε στην οικογένεια της τα τελευταία ενενήντα χρονια, πως ηταν δυνατόν να το γκρεμίζουν;

"Τι ειναι αυτα που λετε; Το σπίτι μου ανήκει δικαιωματικά. Μόνο με τη δίκη μου άδεια μπορειτε να το κατεδαφίσετε! Και συγγνωμη αλλα οπως κατάλαβαινετε δεν την έχετε." ειπε σχεδόν φωνάζοντας στο τηλέφωνο. Αυτο το σπίτι ηταν το μόνο της καταφύγιο. Ηταν δουλειά των γονιών της, φτιαγμένο με αγαπη για το κορίτσι με τα κόκκινα μαλλιά. Δεν γινόταν να το αφήσει να φύγει. Οχι κι αυτο.

Λούνα: Η αυγή των δαιμόνων (#Wattys2016)Hikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin