Ο ξινός λύκος

463 29 5
                                    

Οδηγούσε το αμάξι του σιωπηλά πάνω στην καυτή άσφαλτο, και τα δέντρα περνούσαν σαν σκιές δίπλα από τα μάτια του. Αν και ο ήλιος είχε σχεδόν πέσει , η ζέστη ήταν αφόρητη , ακόμα και για μέσα Αυγούστου. Ξαφνικά το αμάξι σταμάτησε μπροστά από μία μικρή πινακίδα, τόσο μικρή που εύκολα κάποιος θα μπορούσε να την προσπεράσει χωρίς καν να την δει. Όχι όμως εκείνος. Το βλέμμα του καρφώθηκε πάνω στο μικρό κομμάτι ξύλο. Οι κολόνες που την στήριζαν είχαν λυγίσει από το πέρασμα του χρόνου και τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, και η κόκκινη μπογιά είχε ξεβάψει. Πάνω στη τραχειά αυτή επιφάνεια διέκρινε κανείς να γράφονται με ξεθωριασμένα γράμματα δύο λέξεις. "Beacon Hills". 

**********************************************************************************

Το μαύρο αμάξι προχωρούσε τώρα στα σοκάκια του Beacon Hills.  Πόσος καιρός ειχε περάσει άραγε; Πίσω από τα σκούρα γυαλιά ηλίου, περιεργαζόταν με το βλέμμα του κάθε σπιθαμή της μικρής πόλης,προσπαθόντας να εντοπίσει κάποιο σημάδι, κάποια ένδειξη που να δηλώνει ότι τα πράγματα είχαν αλλάξει από την τελευταία φορά που είχε πατήσει το πόδι του εκεί. Μάταια όμως. Όλα ήτανε πολύ γνώριμα , υπερβολικά οικεία. Δεν χρειαζότανε να  βλέπει  για να καταλάβει πως όλα ήταν ακριβώς όπως τα είχε αφήσει πριν φύγει.  Μέχρι και ο αέρας φάνταζε  οικείος. Ένα απαλό χαμόγελο σχιματήστηκε στα χείλη του καθώς το αμάξι του σταμάτησε για άλλη μια φορά, αυτή τη φορά όμως μπροστά στην αυλή ενός σπιτιού. Το σπίτι ήταν σκοτεινό, με μόνη εξαίρεση ένα χλωμό φως που τρεμόπαιζε στον δεύτερο όροφο. "Σκότ..." ψιθύρησε στον εαυτό του, και με ένα πήδημα βρέθηκε έξω από το αμάξι του. Λίγα βήματα αργότερα, βρησκόταν μπροστά στην βαριά ξύλινη πόρτα, και με μια αποφασιστική κίνηση του χεριού του, χτυπάει το κουδούνι.

Scott's Point of view 

Ήταν το τέλος μιας πολύ κουραστικής ημέρας για τον Σκότ. Μετά από το σχολείο και την προπόνηση του λακρός , ο Στάιλς, όντας ο Στάιλς, πεπεισμένος πως είχε ανακαλύψει την λύση σε μια απ τις πιο πρόσφατες υποθέσεις του Σερίφη Στιλίνσκι, τον τράβαγε όλο το απόγευμα μέσα στο δάσος , σε μια αποτυχημένη απόπειρα να συλλέξει στοιχεία. Μόλις ετοιμαζόταν να πέσει στο κρεβάτι του, όταν ένας οξύς ήχος του τρύπησε τα αυτιά. Μόρφασε απ τον πόνο και κάλυψε τα αυτιά του με τα χέρια του, αν και ήξερε πως αυτό δεν θα βοηθούσε και πολύ τα πράγματα. Αν και ήταν πλέον λυκάνθρωπος για πάρα πολύ καιρό , του ήταν ακομα αδύνατο να συνηθίσει  τον ήχο του κουδουνιου.  Τον οξύ ήχο ακολούθησε ένας δυνατός γδούπος. Και ύστερα κι άλλος . Κάποιος χτυπούσε την πόρτα. Κατέβηκε βιαστηκά τα σκαλιά. Στάθηκε μπροστά στη πόρτα, διστάζοντας για μια στιγμή. Η μαμά του θα δούλευε μέχρι αργά, η Λίντια και η Μαλία θα πήγαιναν μαζί να δουν ταινία, Η Κίρα έλειπε, ο Λίαμ διάβαζε και ο Στάιλς βρησκόταν με τον πατέρα του  στο αστυνομικό τμήμα. Ποιός  θα μπορούσε άραγε να του χτυπάει την πόρτα ;   Αν και επιφυλακτικός , τελικά ενέδωσε στην περίεργειά του, ανοίγοντας  την διαπλατα. Την ίδια στιγμή που τα μάτια του έπεσαν πάνω του, ένιωσε την ανάσα του να κόβεται. Δεν μπορεί....ανοιγοκλεινε το στόμα του,μα κανένας ήχος δεν εβγαινε. "Κάνε κάτι,"  σκέφτηκε, μα τα πόδια του ειχαν παγώσει και του ήταν αδύνατον να κουνηθεί.  "Χρόνια και ζαμάνια...." του απευθύνθηκε η γνώριμη φωνή.
"Ντερεκ...." απαντησε με την σειρά του. Του φάνηκε σχεδόν περίεργο να ξεστομιζει ξανά αυτό το όνομα που τόσο καιρό είχε να ακούσει.  "Να περάσω;" τον ρώτησε , και ο Σκοτ χωρίς να απαντήσει τραβήχτηκε στην άκρη για να του ανοίξει τον δρομο.  Αφού τον ακολούθησε στο σαλόνι , το βλέμμα του δεν μπορούσε να κουνηθεί από πάνω του. Ήταν ο γνωστός του  Ντερεκ, χωρίς αμφιβολία. Ήταν ντυμένος με ένα απλό τζιν και το χαρακτηριστικο του δερμάτινο μπουφαν. Το πρόσωπο του δεν είχε αλλάξει καθόλου ,και η κάθε κίνηση του υποδεικνυε μια σιγουριά,μια άνεση. Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Μόνο τα μάτια του ήταν αλλιώτικα απ ότι τα θυμόταν ο Σκοτ. Το χρώμα τους ήταν ίδιο. Αλλά κάτι είχε αλλάξει πάνω τους. Ήταν σχεδόν λες και...λες και κουβαλούσαν περισσότερη σοφία απ ότι άλλωτε.Λες και είχαν δει περισσότερα πράγματα, ήξεραν περισσότερα πράγματα.  Δεν ήξερε πως να το εξηγήσει,  ούτε αν όντως είχαν κάτι διαφορετικό πάνω τους  και δεν ήταν  ένα απλό παιχνίδι της φαντασίας του.  Καθόταν τώρα στον καναπέ, κοιτώντας τον χώρο τριγύρω του ,λες και περίμενε υπομονετικά για κάτι. Ετοιμάστηκε να πει κάτι ,να τον ρωτήσει γιατι ήρθε, πως ήταν, τι είχε συμβεί. Αλλά η αλήθεια είναι πως αλλά ερωτήματα τον έκαιγαν. "Γιατι έφυγες; Γιατί μας εγκατέλειψες όταν σε χρειαζόμαστε περισσότερο;  γιατί ποτέ δεν μάθαμε τι απέγινες; γιατί μας αφησες; γιατι με άφησες; " Ένιωσε ένα κύμα οργής να τον ξεχειλίζει. Εσφιξε τις γροθιές του και του απεύθυνε μια επιθετική ματιά. "Πότε θα αποφασιζες να εμφανιστείς; να μας δώσεις κάποιο σημείο ζωής; το ξέρεις ότι σε είχαμε για νεκρό; "  Ο θυμός στον τόνο της φωνής του ήταν ξεκάθαρος ,αλλά στα λόγια του κρυβόταν και κάτι άλλο . Παράπονο. Πως μπόρεσε να εγκαταλείψει την αγέλη του; Το βλέμμα του είχε γίνει πιο επίμονο τώρα,  τον διαπερνούσε  με τα μεγάλα κάστανα ματιά του. Προς μεγάλη του έκπληξη , ο Ντερεκ δεν φάνηκε να βιάζεται να απαντήσει , ουτε να νιώθει απειλημενος απ το ξέσπασμα θυμού του . Αφού έβγαλε με αργές κινήσεις τς γυαλιά του και τα ακούμπησε απαλά στο τραπεζάκι μπροστά του, τον κοίταξε και με απόλυτη ηρεμία , του απεύθυνε ένα πλατύ χαμόγελο. "Υπόσχομαι να σας τα πω όλα όταν έρθει ο καιρός. Προς το παρόν τι λες να μου πεις εσύ τι έχασα όσο καιρό έλειπα; " Ήταν δύσκολο να του κρατήσει κακία, ιδίως βλέποντας αυτό το γνώριμο χαμόγελο που τόσο του είχε λείψει. Έκατσε απέναντι του και άρχισε να του περιγράφει αναλυτικά όλα όσα είχαν συμβεί τους τελευταίους μήνες. Του είπε για τους γιατρούς του Τρόμου, τις χημαιρες.  Του είπε για τον Θίο και την αγέλη του. Του είπε για τον Parrish και το κτήνος του Gevaudan , για τον Μεισον και για τις νέες δυνάμεις της Λιντια. Όταν τελείωσε, μια περίεργη ησυχία επικρατούσε στο σαλόνι των Mac call.  Με κάποιον περίεργο τρόπο , μέσα σε λιγότερο από δύο ώρες , ήταν λες και δεν έλειψε ποτέ.

Once upon a teen wolfHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin