Έφτασα σπίτι,ευχαρίστησα τον ταξιτζή,τον πλήρωσα και μπήκα μέσα. "Που ήσουν όλη μέρα;˝ άκουσα την μαμά μου να λέει,ενώ ηταν αφοσιωμένη σε ένα περιοδικό μόδας. "Είχα πάει για μερικά ψώνια και είδα μια φίλη μου και καθισαμε να τα πουμε λιγάκι" Δικαιολόγησα τον εαυτό μου. Τι να της έλεγα δηλαδή; για την συνάντηση μου με τον Μάρκους; Αν το μάθαινε θα μου ζητούσε να τον κουβαλήσω εδώ μέσα και εγώ δεν είμαι προετοιμασμένη ψυχολογικά να τον αφήσω να ξανά μπει έτσι απότομα στη ζωή μου..
"Μάλιστα! Έχει φαγητό στη κουζίνα,μαγειρεψε η Πετρινα.˝
"Δεν περίμενα να έκανες και εσύ κάτι εδώ μέσα." Της είπα με μια ειρωνία. Εκείνη αναστεναξε "Άνι,γιατί μου πας συνέχεια κόντρα; δεν είσαι ευχαριστημένη από την ζωή σου,κόρη μου; Σου λείπει κάτι; Ξέρεις οτι έχω πολύ δουλεια με το περιοδικό και πολλά σημαντικά σεμινάρια όλη μέρα. Όπως εγώ έτσι και ο πατέρας σου δουλεύουμε για να μη σας λείψει τίποτα.." "Με εσένα έχω παράπονο μητέρα! Ποτε δεν ήσουν δίπλα μου στις πιο σημαντικές στιγμες τις ζωής μου,ουτε εμένα ουτε και του γιου σου! Πως περιμένεις να εκτιμήσουμε όλα αυτά που μας προσφέρεις εσύ από την στιγμη που δεν νοιαζεσαι για εμας; μονο το περιοδικό σε ενδιαφέρει και τίποτα άλλο. Όταν μαθεις τι σημαίνει να είσαι μάνα,έλα να με βρεις,ίσως ακόμα να είμαι εδώ."
Εκείνη με κοιτουσε,προσπαθουσε να συνειδητοποιήσει τι της είπα μόλις τώρα. "Γλυκιά μου.." "Μη συνεχίζεις άλλο,δε θέλω να ακούσω τίποτα θα είμαι επάνω. Το βράδυ θα βγω με την Λενια." Σηκωθηκα και ετρεξα πάνω στο δωμάτιο μου.
Με την μητέρα μου δεν τα πάμε και πολύ καλα. Μικρή όταν ήμουν θυμάμαι καλά την πρωτη μέρα που έμαθα να κάνω ποδήλατο μονη μου. Είχα βάλει σκοπο να μάθω να κάνω και όταν το κατάφερα ένιωσα περήφανη για τον εαυτό μου. Από τόσο μικρή,ναι. Είχα τρέξει μέσα στο σπίτι να ανακοινωσω τα νέα στην οικογένεια μου, μα ο μόνος που χάρηκε ηταν ο αδερφός μου και ο πατέρας μου. Εκείνη, η μητέρα μου,έλειπε. Ήταν στη δουλεια. Θα την περίμενα να γυρίσει για να της εξιστορισω τα γεγονότα. Η πόρτα είχε ανοιξει και εκείνη είχε μπει μέσα,έτρεξα να την αγκαλιασω "Όχι τώρα Άνι,είναι αργά και είμαι κουρασμένη." Τι να άλλο να ζητήσει ενα μικρο κορίτσι απο την μητέρα της εκτός απο μια ζέστη αγκαλιά; εκείνη ουτε αυτό δεν έκανε..και κάπως έτσι περνούσαν τα χρόνια,αδιαφορώντας για το τι εκανα στη ζωή μου σα να μην υπάρχω,στήριγμα μου ήταν παντα ο πατέρας μου και ο μεγαλος μου αδερφός. Γιαυτό και παντα τους έχω πανω από ολους...Μπήκα στο δωμάτιο μου,πέταξα τις σακούλες στο κρεβάτι και ανοιξα την ντουλάπα μου για να βρω τι θα βάλω. Χμμ,όχι,πολύ κοντό,πολύ υπερβολικο,το βαρέθηκα.." πετούσα και ξανά πετούσα τα ρούχα κάτω. Μα τίποτα να μην βρίσκω; "Μήπως αυτό;" Μια ολόσωμη μαύρη φόρμα,ανοιχτή μπροστά που πίσω στη πλάτη δένει με έναν κοκκινο φιόγκο. Ότι πρέπει για σήμερα το βράδυ. Θα το συνδύαζα με μαύρα ψηλά μποτάκια και εναν διακριτικό κολιέ. Μπήκα εκανα ενα μπάνιο και βγήκα για να ετοιμαστω. Η ωρα είχε παει 10. "Τρέξε Άνι,δεν θα προλάβεις." είπα στον εαυτό μου. Ισιωσα τα μαλλια μου,έβαλα κόκκινο κραγιόν,eyeliner και μασκαρα. Ντύθηκα,πήρα την τσάντα φάκελο,λεφτά κινητό και έτοιμη. Το τηλέφωνο χτύπησε "Άντε κατεβα!" "Εντάξει έρχομαι μη φωνάζεις''. Η Λένια ηταν ήδη κάτω απο το σπίτι μου,έτοιμη να εκραγεί επειδή άργησα ένα τέταρτο,εντάξει πως κάνει έτσι; λίγο άργησα.
"Μπαμπα,φεύγω θα βγω με την Λενια."
Ο πατέρας μου με κοίταζε σοβαρός.."έτσι θα βγεις;"
"Γιατί; Τι έχω;
"Είσαι μια κούκλα και φοβάμαι να μην σε κλέψουν" χαμογέλασε και ήρθε πιο κοντά σε εμένα. Με έκανε μια στροφη και μετα με αγκάλιασε "Να περάσεις όμορφα κόρη μου,και να προσέχεις"
Του ανταπέδωσα την αγκαλιά "ευχαριστώ μπαμπακα μου" του είπα και εκλεισα την πόρτα.
"Άντε 10 ώρες.." "Συγγνώμη φιλενάδα αλλά με ξέρεις τώρα..λοιπον που θα παμε;" της είπα και ανοιξα το ραδιόφωνο να ακούσουμε λίγο μουσική.
"Παμε σε ενα καινούριο κλαμπακι που άνοιξε δίπλα στο enemy,άκουσα είναι πολύ ωραία"
"Εμπιστεύομαι το καλό σου γούστο,οποτε φύγαμε"
Στη διαδρομή γελουσαμε,τραγουδούσαμε και πείραζαμε η μια την αλλη. Το αυτοκίνητο μετα απο 20 λεπτα σταμάτησε. "Εδώ είμαστε"
Κατεβηκαμε απο το αμάξι,πολύς κόσμος πηγαινοερχόταν,δυνατή μουσική,αμάξια παρκαρισμένα και ουρές για να μπουν μέσα στο μαγαζί. "Αν μπορέσουμε να μπούμε ποτε,πες μου.." είπα στην Λενια και της εδειξα τον κοσμο "Μην ανησυχείς,έχουμε την λύση" μου είπε και μου έκλεισε το μάτι. Με έπιασε από το χερι και πήγαμε μπροστά στον πορτιερη
"Λενια,στις ομορφιές σου σήμερα, μπορείτε να περάσετε." Μπήκαμε μέσα και γινόταν χαμός. Όλοι χόρευαν και έπιναν,ζευγαρακια και φίλοι, όλοι ένα με τον ρυθμό.
Περπατουσαμε για να βρούμε το τραπέζι μας,πολλά ματια ηταν στραμμένα πανω μας,κοιτούσαν και μας έδειχναν. "Καλά Άνι,σήμερα καις καρδιές,η μέρα σου είναι" μου είπε η λενια και εγώ είχα γίνει σαν το παντζάρι. Μετα από αρκετά σπρωξίματα καταφέραμε να βρούμε το τραπέζι μας. Ήταν στην άκρη δίπλα από το μπαρ. "Οι θέσεις είναι 4,περιμένουμε κανέναν;" ρώτησα εγώ απορριμενη.
"Ναι,θα ερθει ο Πεντρο με έναν φίλο του,αν δεν σε πειράζει." "Όχι,κανένα πρόβλημα μην ανησυχείς" της είπα και την καθησύχασα. Μετα απο ένα τέταρτο έφτασαν και οι δυο άντρες. "Επιτέλους βρε αγόρια" είπε η Λενια στον Πεντρο και στον φιλο του. Ο Πέντρο αγκάλιασε και φίλησε την Λενια,την έπιασε από την μέση και την κόλλησε πανω του. Έκαναν σαν να μην υπήρχε κανείς τριγύρω τους. "Κχμ,σας βλέπει κόσμος.." είπε ο Αλέξανδρος,ο φίλος του Πεντρο. "Συγγνώμη παιδιά,με παρασέρνει ώρες ώρες και δεν μαρεσει καθόλου" είπε ο πεντρο για Πειρακτικα για την κοπελα του. Εκείνη στριφογυρισε τα ματια της και τον χτύπησε απαλά στον ώμο "Βλακα.." είπε και του έδωσε ενα πεταχτο φιλί. "Άνι,απο εδώ ο Αλέξανδρος. Αλεξανδρε απο εδώ η Άνι. Απλωσα το χερι μου για χειραψία στον Αλέξανδρο. "Χάρηκα για την γνωριμία." Του είπα και του χάρισα ενα χαμόγελο. "Παρομοίως δεσποινίς Άνι." Είπε και μου φίλησε το χερι.
Ένας άντρας γύρω στα 28,Πολύ ψηλός,με Καστανα μάτια και ελαφρώς ξανθά μαλλια,γλυκομιλητος και ευγενικός. Οτι πρεπει για να γοητεύσει μια γυναίκα.
Λοιπόν παιδιά,τι θα παραγγειλουμε; "Εγώ μια βότκα σκέτη" είπα στα παιδιά. "Και εγώ το ίδιο με την Άνι" απάντησε μετα από εμένα. "Ωραία κορίτσια,εγώ με τον Αλέξανδρο ξέρουμε τι θα πάρουμε" είπε ο Πεντρο και έκλεισε το μάτι στον Αλεξανδρο. Αφού ήρθε ο σερβιτόρος και πήρε τις παραγγελίες μας, εμείς ήδη ξεκινησαμε να λυκνιζομαστε στο ρυθμο της μουσικής. Το ζευγάρι ηταν αγκαλιά και χόρευε,ενω εγώ με τον Αλέξανδρο χορευαμε αντικρουστα ο ένας με τον άλλον και τραγουδουσαμε τους στιχους.
Η μια βότκα έγιναν 3,τα 2 ουισκια έγιναν 4 και η βραδιά δεν σταματούσε εκεί. Η ωρα είχε παει 2 τα μεσάνυχτα και η διάθεση ανέβαινε όλο και περισσότερο. Ήμουν πλέον δίπλα στην Λενια και ο Πεντρο συζητούσε με τον φίλο του. Κάποια στιγμη η Λενια είχε παγώσει και έμεινε να κοιτάει την είσοδο του κλαμπ. Ζαλισμενη όπως ήμουν δεν έδωσα σημασία. "Άν..Άνι ο-ο Μάρκους!" Ο Μάρκους; τι δουλειά έχει εδώ; ξαφνικά θυμήθηκα όλα εκείνα που είχαν γίνει το απόγευμα στο εμπορικό κέντρο και ένιωσα να ζαλιζομαι ακόμα πιο πολύ. Συνέχεια μπροστά μου θα τον έχω; "Που είναι;" ρώτησα την κολλητή μου. "Έκατσε δυο τραπέζια πιο εκεί απο εμας,ψυχραιμία.." Που να'ξέρες Λενια..
"Τον συνάντησα σήμερα στο εμπορικό,μιλήσαμε." "ΤΙΙ? και το λες τόσο ήρεμα; τι ειπατε; πως ένιωσες που τον είδες μετα από χρόνια;" "Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να τα πουμε τωρα,θα στα ανάλυσω αύριο.." Γυρισα να τον κοιτάξω και αυτό που είδα δεν το περίμενα. Ηταν με την νυν του. Μπροστά μου,με αυτήν. Επίτηδες το κάνει; Καθώς τον κοιτουσα,εκείνος σαν να με κατάλαβε γύρισε και με κοίταξε. Χαμογελούσε, όμως όταν με είδε το χαμόγελο έσβησε. Σοβαρός πλεον και οι ματιές μας να παίρνουν φωτιά. "Με συγχωρείται,εγώ πάω λίγο τουαλέτα." Χωρις να περιμένω απάντηση έφυγα. Μπήκα μέσα και άρχισα να πηγαίνω πέρα δώθε. "Βέβαια,ήρθε με την γκομενα στο κλαμπ να διασκεδασει γιαυτό δεν πήρε ουτε ενα τηλ. Ανάθεμα την ωρα και την στιγμή που εμφανίστηκες μπροστά μου Μάρκους! Ανάθεμα.." έλεγα και ξανά έλεγα ψιθυριστά. Την φορά μου την έκοψε ο Μάρκους "Αγγελε μου.." είπε και με πλησίασε πιο κοντά. Ανήμπορη πλεον να κανω κάτι μπροστά του,εμεινα ακίνητη. Και ξαφνικά ησυχία,μονο οι καρδιές μας ακουγοντουσαν. Τόσο δυνατά σαν να ήθελαν να βγουν έξω από το σωμα και να μπορέσουν να συγχρονιστούν μαζί,να αναπληρώσουν τους χαμένους χτύπους που ηταν μακριά η μια από την αλλη,για έναν χαμένο έρωτα. "Μάρκους,γιατί. Γιατί εμφανίζεσαι συνεχώς μπροστά μου; Γιατι μετα απο τοσα χρόνια εμφανίστηκες;" Η φωνη μου είχε σπάσει πλεον "Ξέρεις ότι μετα από σενα δεν άφησα κανέναν να με αγγίξει,και ξέρεις γιατί; γιατί ειχες πει θα γυρνούσες για μένα. Για να με ξανά κάνεις δική σου,γιατί για σένα σήμαινα πολλά. Και τώρα; τώρα τι; Σε βλέπω ξανά εδώ, αλλά όχι μόνος σου. Με την γκομενα σου! Που πήγαν όλα εκείνα που μου έλεγες όταν ειχες φύγει Μάρκους; που πήγε η αγάπη σου για εμένα; Γιατί, δεν έπρεπε να σε ξανά δω! Δεν έπρεπε.." του φωναξα και πλέον άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Εκείνος έτρεξε κοντά μου και με έπιασε πριν πέσω κάτω και με κράτησε σφιχτά πάνω του. Τόσο σφιχτά που νόμιζα θα πνιγομουν. Αλλά αν ο θάνατος ήταν στην αγκαλιά του,θα ήθελα εκεί να αφήσω την τελευταία μου πνοή. "Αγγελε μου,ηρέμησε σε παρακαλώ,δεν μπορώ να σε ακούω να κλαις,με τσακίζεις..άκουσε με πρώτα" είπε και έκατσε σιγά σιγά κάτω χώρις να με αφήνει από την αγκαλιά του. "Οι μέρες στην Γαλλία περνούσαν αργά και βασανιστικά μακριά σου, δεν ήθελα τίποτα και κανέναν εκτός από εσένα.." μου ψυθιριζε στο αυτί,ίσα ίσα για να τα ακούω μονο εγώ. Μονο εγώ και η καρδιά μου. "Σε σκεφτόμουν κάθε μέρα, δεν είχα αγγίξει καμια αλλη είχα υποσχεθεί ότι θα έρθω για εσένα,για να σε ξανά έχω και παλι στη Ζωή μου.Γιατί εσύ είσαι τα παντα για εμένα,κι ας έχει περάσει καιρός." Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε "Όμως οι ελπίδες μου για να γυρίσω πισω,ηταν μηδαμινές. Πως να στο έλεγα αυτό πριγκίπισσα μου; Πως; Γιαυτο και με τον καιρό σταματησαμε τελείως να μιλάμε. Δεν το ήθελα,οχι. Ήθελα εσύ να είσαι ευτυχισμένη και χαρούμενη. Να ξανά έφτιαχνες την ζωή σου,να ξανά χαμογελούσες και ας μην ήμουν εγώ ο λογος. Δεν θα ξανά γυρνούσα πισω και αυτό με είχε διαλύσει. Ήμουν κομματια κάθε μέρα. Μια μέρα στη κλινική που δουλευα γνώρισα μια κοπελα.." "Σταματα Μάρκους,ότι ηταν να ακούσω το άκουσα..πρέπει να φύγω" σηκωθηκα απότομα από την αγκαλιά του,εκείνος όμως με ξανά τράβηξε κάτω "Ότι ξεκιναω,δεν το αφηνω στη μέση. Πρωτα θα ολοκλήρωσω." Τον κοίταξα και σιγά ξανά εκατσα κάτω,απέναντι του για να τον παρατηρώ. "Στη κλινική που δουλευα γνώρισα μια κοπελα,την Λούνα. Η λούνα ήταν μια γλυκιά και με πολύ καλοσύνη γυναίκα. Με βοήθησε πολύ να ξεφυγω από την κατασταση που ήμουν. Ένιωθα άνετα και όμορφα μαζί της. Και τώρα είμαστε μαζί 9 μηνες. Ήρθαμε εδώ για κάτι δουλειές που είχα και μάλλον θα ξανά φύγω. Σ'αγαπω ακόμη και παντα θα σε αγαπάω,σημαινεις πολλά για εμένα Άνι,σε ευχαριστώ για οτι έχεις κάνει μέχρι στιγμής για εμένα. Δεν θέλω να ξανά χαθουμε αυτή τη φορά,τώρα που σε ξανά βρήκα.." σηκώθηκε και με πλησίασε. Με κόλλησε επάνω του,το ενα του χερι κρατούσε την μέση μου και το άλλο μου χαιδευε το μάγουλο μου. "Αυτό ήταν,έτσι; Εγω δεν σε έχω ξεπεράσει Μάρκους. Εμένα με ρώτησες αν μπορω να σε ξεχάσω; Ένα τίποτα ηταν τα λόγια σου,λόγια του αέρα. Δεν αγαπάς. Δεν ξέρεις να αγαπάς! Έπρεπε να το φανταστώ Ότι δεν θα γυρνουσες ξανά πισω σε μένα..και τώρα που είσαι εδώ; Ηρθες και ουτε μου είπες κάτι." Πλέον δεν μπορουσα να δω από τα δακρυα μου. Ενιωσα ενα τίποτα εκείνη την στιγμη. Ένα απλό παιχνίδι στα χέρια του Μάρκους. Αυτό ήμουν,ενα παιχνίδι. "Σταμάτα,δεν ξερεις τι λες. Όταν αγαπάς κάτι,το αγαπάς για παντα. Εσύ Άνι; με έψαξες; πήρες να μαθεις τι κάνω; Όχι, όχι γιατί περιμενες όλα να γίνουν από μόνα τους. Αν ξέρω να αγαπάω; ρωτά τον εαυτό σου τι έχω και τι δεν έχω κάνει για εσένα,πως ένιωθα που δεν ήμουν κοντά σου,πως δε σε ξεπέρασα λεπτό!"..Φώναζε μπροστά στο προσωπο μου και με κάθε ενταση που έδινε εσφιγγε το μπράτσο μου. "Την Λούνα δεν μπορώ να την αφήσω. Εκτιμαω οτι έχει κανει για εμένα τον τελευταιο καιρό,κατάλαβε με Άνι. Είναι καιρός και εσύ να φτιαξεις την ζωή σου, να προχωρήσεις και στο υπόσχομαι ότι χρειαστεις θα είμαι κοντά σου."
Κόκκινα τα ματια τους από την λύπη,την ενταση και το πάθος. Δυο ατομα που αγάπησαν πολύ ο ένας τον άλλον. Ενας μεγάλος έρωτας που πλεον πρεπει να χαράξουν διαφορετικό προορισμό. Είναι όμως έτσι;"Φύγε Μάρκους,θέλω να μείνω μόνη μου." Αδύναμη πλεον να μιλήσω και να πω κάτι παραπάνω,έδειξα την εξοδο της πόρτας στον Μάρκους με το δάχτυλο μου. "Σε περιμένει,πήγαινε."
Γυρισα την πλάτη μου και έριξα το κεφάλι μου αναμεσα στα χέρια μου.
"Δεν μπορω να σε αφήσω έτσι,κοριτσάκι μου..είσαι ακόμα 19 χρόνων εχεις μέλλον μπροστά σου. Η ζωή είναι δική σου. Σου υπόσχομαι πως θα είμαι κοντά σου συνέχεια,δεν θα σε ξανά αφήσω να χαθείς. Χαμογέλασε μου." Είπε και εγώ γύρισα για να τον κοιτάξω. "Φύγε,μην ζησεις ποτέ την απογοήτευση που νιώθω αυτή τη στιγμη. Όλα τελείωσαν" προσπαθώ όντως να καταλάβω αν όλα τελείωσαν. Έτσι απλα,γιατί για αυτόν ήμουν κάτι περαστικό. Τον μισώ,δεν θέλω ουτε να τον βλέπω.
"Άνι μου είσαι καλά; είδα οτι αργ...γιατι κλαις; Μάρκους τι συμβαινει;" μπήκε μέσα η Λενια,μάλλον είχα αργησει πολύ να κατεβω κάτω.
"Είμαι μια χαρά,ειχαμε μια συζήτηση με τον Μάρκους και παρασύρθηκα. Πάμε;" είπα στην φίλη μου "Δεν τελειώσαμε ακόμα εμείς.." μου φώναξε ο μαρκους στη πόρτα. "Το καλό που σου θέλω να την αφήσεις ήσυχη!" "Λενια αστον πάμε σπίτι; δε νιώθω και πολύ καλά.."
Κοίταξα για τελευταία φορά τον Μάρκους και έφυγα."Γαμωτο Άνι. Δεν καταλαβαίνεις.." ψιθύρισε ο Μάρκους μένοντας μόνος στο μπάνιο.
Στο κλαμπ το διαλυσαμε με τα παιδιά και ο καθένας πήγε σπίτι του. Εμένα με πήγε η Λενια γιατί σε τέτοια κατασταση δεν θα μπορούσα να πάω μονη. Σε όλη την διαδρομή κοιτούσα εξω και σκεφτομουν όλα αυτά που λέγαμε πριν. Ίσως και να έχει δίκιο,μετα απο τόσο καιρό τίποτα δεν θα είναι ίδιο.
Σταματησαμε εξω από το σπίτι,καληνυχτισα την κολλητη μου και της είπα να περάσει αύριο απο εμένα να της εξηγήσω Ότι εγινε με τον Μάρκους. Με αγκάλιασε και μου είπε οτι θα ερθει αύριο πρωι. Μπήκα στο σπίτι και ανέβηκα κατευθείαν στο δωμάτιο μου. Δεν ξεντυθηκα και έπεσα απευθείας για ύπνο,ήμουν τόσο κομματια με όλα αυτά που έγιναν οπου ο ύπνος δεν άργησε να με πάρει..
KAMU SEDANG MEMBACA
Ο Κρατούμενος.
RomansaΉ Άνι είναι ένα κορίτσι 19 χρονών,όπου ζει στη Βραζιλία με την οικογένεια της και τον μεγάλο κατά 4 χρόνια αδερφό της,τον Έντουαρτ. Έχει τελειώσει το σχολείο και εχει περασει νομικη όπου ήταν και το όνειρο της από τοτε που πήγαινε πρωτη λυκείου. Ψηλ...