Κεφάλαιο 2

97 8 0
                                    

Οι μέρες κυλάνε σχετικά γρήγορα.Η Αλίκη και εγώ,είμαστε αχώριστες και νιώθω σα να τη γνωρίζω χρόνια.
Είναι όμορφο το συναίσθημα που νιώθω, είναι ζεστό και νοσταλγικό... Επιτέλους έχω κάποιον στον οποίο μπορώ να στηρίζομαι και αυτό το γεγονός μου προκαλεί δισταγμό αλλά και φόβο. Ίσως δεν έπρεπε να αισθάνομαι έτσι, αλλά δεν ξέρω πως ν' αγαπώ,πως να ανοίγομαι ολοκληρωτικά... Δε νομίζω ότι θα τα καταφέρω ποτε και είναι άδικο για αυτήν,που φαίνεται να γνωρίζει καλά πως να αγαπά και το χειρότερο είναι ότι αυτή την αγάπη δε τη δείχνει παντού,αλλά μονάχα σε εμένα...ίσως με τον καιρό μάθω και 'γω πως να το κάνω...ολοκληρώνω τη σκέψη μου και βυθίζομαι πιο βαθειά στο ζεστό νερό της μπανιέρας.

Έχοντας μουλιάσει για τα καλά, σηκώνομαι όρθια και βγαίνω από τη μπανιέρα,κοιτάζομαι στον καθρέφτη απέναντί μου ο οποίος έχει θολώσει. Τον πλησιάζω και τον τρίβω με την παλάμη με αποτέλεσμα να φανει το είδωλο μου.Με παρατηρώ σχολαστικά,στιβώ μαλακά τα κάστανα μαλλιά μου και έπειτα χάνομαι μέσα στα ίδια μου τα μάτια.Βλέπω τη θλίψη που εκπέμπουν αυτοί οι πρασινογάλανοι καθρέφτες της ψυχής μου. Βλέπω ένα σκοτάδι κρυμμένο μέσα τους,μα το ακόμη χειρότερο είναι ότι το νιώθω.

Παίρνω μία πετσέτα,σκουπίζομαι και ντύνομαι στα γρήγορα.Βγαίνω έξω και αντικρίζω την Άννα να ψαχουλεύει το συρτάρι που έχω τα πράγματα μου σχολαστικά,ενώ δεν έχει ακόμα αντιληφθεί την παρουσία μου.

"Άννα;" της αποκρύνομαι έκπληκτη και γυρνάει απότομα το κεφάλι της προς το μέρος μου, "τι στο διάολο κανείς εκεί;"της φωνάζω και αρχίζει να τρέχει τρομαγμένη έξω απ'το δωμάτιο κρατώντας κάτι στο χέρι της.Κοιτάω βιαστικά το συρτάρι μου... Αμέσως καταλαβαίνω την απουσία του.Ακούω τη πορτα του μπανιου να κλείνει πίσω μου,ύστερα η κλειδαριά που θα μου στερήσει το μόνο αντικείμενο που είχα όταν ήρθα εδώ.Ενα χρυσαφένιο μενταγιόν με το σύμβολο της ονειροπαγίδα πάνω του.Κοπανάω μανιακά την πόρτα.
"Άννα,άνοιξε τώρα την πόρτα και άσε με να μπω μέσα" ουρλιάζω "Σε παρακαλώ Άννα.."της απευθύνομαι ηρεμα και τα λόγια μου σπάνε στις τελευταίες συλλαβές.

Ξαφνικά ένα χέρι τυλίγεται τρυφερά γύρω μου. Η Αλίκη...ίσως ήταν εκεί για ώρα.Με κοιτάει με ένα ύφος απορίας και κατανόησης ταυτόχρονα.
"Συγνώμη"ακούγεται η φωνή της Άννας και το καζανάκι ακούγεται και καταπίνει το μενταγιόν μου,παίρνοντας μαζί του και λίγη απ την ελπίδα που μου είχε απομείνει, ίσως πως κάποια μέρα θα εμφανιστούν οι γονείς μου ισχυριζόμενοι πως δε με εγκατέλειψαν,πως με έχασαν, πως τόσα χρόνια με έψαχναν..όμως οι ελπίδες επισκιάζονται από την αλήθεια που μέσα μου γνωρίζω καλά.

Στα Όρια Της Πραγματικότητας:Χαμένες ΑναμνήσειςWhere stories live. Discover now