Κεφάλαιο 1

164 9 4
                                    

Ποιος στα αλήθεια είναι ικανός να απαρνηθεί την αγάπη,να διαγράψει αυτή τη λέξη απ'τη μνήμη του και να αφεθεί ολοκληρωτικά στο χάος της αυτοκαταστροφής του;

Διαβάζω και κλείνω το βιβλίο μου τσαλακωνοντας βιαστικά τη σελίδα.Γυριζώ ανάσκελα κοιτώντας το ταβάνι,ενώ ταυτόχρονα προσπαθώ να νιώσω βολικά στο μικρό και σκληρό κρεβάτι μου.
Συλλογίζομαι για λίγο αυτή τη τελευταία φράση...

Πως μπορεί μία και μόνο φράση να μου προκαλεί τόσο έντονα συναισθήματα;

Αναρωτιέμαι καχύποπτα, όμως μέσα μου ξέρω την απάντηση και αυτό με τρομάζει πιο πολύ απ'ολα... Η αλήθεια είναι πως ναι, έχω ακούσει για την αγάπη,εχω δει την αγαπη,όμως την έχω πραγματικά νιώσει; Απορρώ και χωρίς να προλαβω να σκεφτώ κάτι παραπάνω νιώθω κάτι υγρό να κυλά στο μάγουλο μου,ένα δάκρυ που εκφράζει ό,τι το μυαλό μου αρνείται να δεχθεί.Δε το σκουπίζω,το αφήνω να χαράξει τη δική του πορεία. Άλλωστε ποια είμαι εγώ να το σταματήσω τώρα που κατάφερε να ξεφύγει; Θα ήταν άδικο. Όμως απαγορεύω να ακολουθήσει ένας ορμητικός χήμαρος που παλεύει να βγει στην επιφάνεια.

"Η αγάπη σε κάνει αδύναμη,απέφυγε
την με κάθε κόστος.Σε χρειάζομαι δυνατή για αυτό που έρχεται...Έτσι κι αλλιώς οι ανθρωποι το μονο που κάνουν ειναι να πληγώνουν.Μη το ξεχάσεις ποτέ αυτό,ποτέ." φέρνω στο μυαλό μου χωρίς τη θέλησή μου μία ξεθωριασμένη ανάμνηση του παρελθόντος...την μόνη ανάμνηση που έχω από τη γυναίκα που με άφησε έξω από ένα σπίτι όταν ήμουν 5 χρονών,χτύπησε την πόρτα αυτού του άγνωστου τοτε στα ματια μου μέρους και άρχησε να τρέχει σα κυνηγημένη.Κι όμως θυμάμαι αυτα τα λόγια σα να 'ταν χτες.

Δε θυμάμαι χαρακτηριστικά, δε θέλω. Δε θέλω να ξέρω αν μοιάζαμε,θέλω να πιστεύω ότι ήταν μία τυχαία γυναίκα που με βρήκε,με λυπήθηκε και μου ψιθύρισε ανουσια λόγια λόγω συμπόνιας. Δε θέλω να ξέρω ότι με παράτησε λέγοντας μου πως η αγάπη είναι αδυναμία..κάνοντας με ένα άτομο δύσκολο στο να αγαπήσει,να εμπιστευτεί, να ανοιχτεί

"Πρωινό,αν θες έλα τώρα δε θα περιμένω για πολύ!" με συνεφέρει μία δυστυχώς γνώριμη φωνή.

Κουνάω βιαστικά το κεφάλι μου προσπαθώντας να διώξω τις σκέψεις μου,καθώς παρακολουθώ την ανάδοχη μητέρα μου, Κορίνα να με κοιτάει με ένα υποτιμητικό βλέμμα.Τη μισώ,τη μισώ με όλη μου τη ψυχή...Μου προκαλεί αηδία που αναγκάζομαι να τη φωνάζω "μητέρα" για να μη με διώξουν.
Ίσως δεν έχω γνωρίσει ακόμα την αγάπη, αλλά είμαι ένα με το μίσος.Ίσως φταίνε οι ατέλειωτες ώρες που ήμουν κλεισμένη σε ένα σκοτεινό υπόγειο επειδή έχυσα καταλάθος λίγο γάλα στο χαλί όταν ήμουν 6 ή το γεγονός ότι με βάραγε επειδή με έπιανε το βράδυ να κάθομαι στο παράθυρο να ατενίζω τα φωτεινά αστέρια,που κέντιζαν το μελαγχολικό μανδύα του μλπε ουρανου.

"Τα αστέρια." μουρμουρίζω ξεχνώντας πως τα πόδια μου μηχανικά με έχουν μεταφέρει στην κουζίνα. Συντονίζομαι αυτόματα στο παρόν,και βλέπω τα βλέμματα καρφωμένα πάνω μου.

"Πάει αυτή ήταν που ήταν,σάλεψε για τα καλά." ακούω την Άννα να ψιθυρίζει στην Όλγα.
"Ισχύει, κάθε μέρα και χειρότερα" της απαντάει σιγανά η Όλγα.

Ένα στραβό σαρκαστικό χαμόγελο ανωτερότητας ζωγραφίζεται στα χείλη μου..Πολύ θα το θέλατε..σκέφτομαι καθώς αλοίφω με μέλι μία φέτα ψωμί,ενώ αποφασίζω να μην ασχοληθώ καν με τα νεαρότερα μέλη της πολυαγαπημένης μου αναδοχης οικογένειας,με το σαρκασμό να ξεχείλιζει στη λέξη 'πολυαγαπημένη'.

Δε προλαβαινω να τελειώσω την τελευταία μου μπουκιά, όταν ένας σχεδόν άγνωστος ήχος ηχεί,το κουδούνι.Η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε συχνά επισκέψεις, βασικά εγώ δεν εχω ποτέ. Αλλά μία φορά το μήνα επιτρέπονται οι επισκέψεις, και αυτή η μία φορά είμαι αρκετά σίγουρη ότι δεν είναι σήμερα. Κοιτάζω την Κορίνα με απορία, καθώς η Άννα και η Όλγα χοροπηδάνε τσιρίζοντας απ' τη χαρά τους στην ιδέα ότι μπορεί να είναι οι γονείς τους αυτοί που χτύπησαν το κουδούνι.

Αδύνατο..
Λέω σιγανά από μέσα μου και οι σκέψεις μου επιβεβαιώνονται όταν η Κορίνα τις κοιτάει με μια αυστηρή μάτια υποσχόμενη τα χειρότερα, αν δε συμμορφωθούν,πράγμα που -ευτυχώς για αυτές- κάνουν.Έπειτα προχωράει προς την πόρτα προσπερνώντας τον ασφυκτικά στενό διάδρομο και καταλήγοντας στο ευρύχωρο σαλονι,ενώ παράλληλα μας κάνει νόημα να την ακολουθήσουμε.Το κουδούνι ξαναχτυπά να πριν πρόλαβει να ολοκληρώσει τον αντίλαλο σε ολόκληρο το σπίτι ή πόρτα ανοίγει και τότε καταλαβαίνω..καινούρια άφιξη.

"Κορίτσια,από εδώ η καινούρια σας αδερφουλα, η Αλίκη"λέει με ένα τρομερά ψεύτικο ύφος και χαμόγελο , καθώς η κοινωνική λειτουργός στέκεται δίπλα στο ψηλό κορίτσι.Την παρατηρώ καλύτερα...εκτός από αρκετά ψηλή, είναι επίσης και πολύ ανοιχτόχρωμη,με χρυσαφή μαλλιά που ξεπερνάνε το ύψος της μέσης της σε μάκρος,τα χείλη της είναι ελαφρώς κοραλί μα αυτό που με μαγνητίζει σε αυτή είναι τα μάτια της, δύο γαλάζιες χάντρες,μα όχι απλές και αόριστες γαλάζιες, γαλάζιες του πάγου..της μοναξιάς, που καρφώνονται μέσα σου και νιώθεις την ψυχή σου να βαραίνει ξαφνικά,σα μία άβυσσο που σε παρέσυρε μέσα της...
"...και τέλος από εδώ η Αμέλεια με την οποία είστε και πιο κοντά ηλικιακά!"
Το άκουσμα του ονόματός μου με επαναφέρει στην πραγματικότητα,διακόπτοντας τον συνηρμό των σκέψεων μου,ενώ αντικρίζω το χέρι της τεντωμένο μπροστά μου περιμένοντας ανταπόδοση. Αμέσως της το σφίγγω.
"Γεια!" μου λέει και της χαμογελάω.."Καλωσηρθες στην κόλαση!" κάνω μύτες και ψιθυρίζω στο αυτί της.
Γελάμε και οι δύο,αν και είμαι σίγουρη πως κατάλαβε τη σκληρή αλήθεια πίσω απ'τα λόγια μου από τον τρόπο που με κοίταξε. Έπειτα η Κορίνα την οδηγεί στο δωμάτιο,όπου θα κοιμάται, στο ίδιο με 'μένα και για πρώτη φορά δε με ενοχλεί που κάποιος θα μείνει μαζί μου, για πρώτη φορά νιώθω ότι έχω ένα σύμμαχο,μπορεί ελπίζω βαθιά μέσα μου και μία φίλη.

Στα Όρια Της Πραγματικότητας:Χαμένες ΑναμνήσειςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora