ΙΙΙ. Μια Ιδέα Πινκ Φλόιντ

143 27 13
                                    


[ song: satisfaction - the rolling stones ] 


Το διαμέρισμα της Σοφίας μύριζε pall mall, γατοτροφή και χαρτονένιες κούτες. Μια αποκρουστική ανάμειξη μυρωδιών και κύριος λόγος για να είναι ορθάνοιχτη η τζαμαρία του σαλονιού.

Ο Χάρης είχε κουλουριάσει κάτω από το αναμμένο air condition, παίζοντας νωχελικά με μια παρατημένη χαρτοταινία, ενώ η Σοφία τοποθετούσε μια σειρά ξεπακεταρισμένα βιβλία στο τέταρτο ράφι της βιβλιοθήκης της. Ένα τσιγάρο κρεμόταν από τα χείλη της.

Από το πρωί είχε καταφέρει να ξεπακετάρει και να τακτοποιήσει το μικρό της μπάνιο, δεν ήθελε πολλή δουλειά, έτσι κι αλλιώς. Τώρα, είχε καταπιαστεί να μετατρέψει σε προσβάσιμο (και κατοικήσιμο) το σαλόνι του διαμερίσματος. Η όλη διαδικασία ήταν ιδιαίτερα κοπιαστική, αν και προσπαθούσε να την κάνει λίγο περισσότερο ευχάριστη με τη συνοδεία μουσικής.

Ναι, η μουσική αποτελούσε κυρίως μια μείξη από Σκόρπιονς, Τζίμι Χέντριξ και Ρόουλινγκ Στόουνς, μια ιδέα Πινκ Φλόιντ και μερικά άλλα υπερβολικά κλισέ κομμάτια της δεκαετίας που μεγάλωσε. Την χαλάρωναν τέτοια τραγούδια, της έφερναν τον αέρα των παιδικών της χρόνων στην Πάτρα: δροσερό, με πολύ γέλιο και φρέσκα κρουασάν βουτύρου.

«I can't get no... I can't get no... Sa-tis-fa-ction...» Μουρμούρισε η Σοφία με το τσιγάρο ακόμη στα χείλη της κι ο οποιοσδήποτε την άκουγε εκείνη τη στιγμή, θα μπορούσε να συμπεράνει ότι ήταν υπερβολικά παράφωνη. Αλλά δεν την ένοιαζε, γιατί δεν υπήρχε κανένας νόμος που να απαγορεύει στους παράφωνους να τραγουδούν Ρόουλινγκ Στόουνς στο σαλόνι του σπιτιού τους, στις τέσσερις και τέταρτο το μεσημέρι.

Έτσι, η Σοφία συνέχισε να τραγουδάει φάλτσα, με το τσιγάρο να κουνιέται ρυθμικά ανάμεσα απ' τα δόντια της.

Δύο ώρες και πέντε λεπτά αργότερα, στις έξι και είκοσι το απόγευμα, η Σοφία στηριζόταν στα κάγκελα του μπαλκονιού της. Είναι περιττό να προστεθεί ότι κάπνιζε.

Το βλέμμα της περιπλανιόταν πάλι στο απέναντι διαμέρισμα, σε αυτό με τα μαδημένα γιασεμιά και την μικρή κουζινούλα. Τα πατζούρια εκείνη την μέρα ήταν κλειστά. Η Σοφία είχε να δει την μελαχροινή γειτόνισσά της να κάνει δουλειές στον νεροχύτη από χθες. Μπορούσε κανείς να πει ότι της έλειπε, αν κι αυτό θα ακουγόταν το λιγότερο παράλογο.

Έβγαλε άλλο ένα pall mall από το πακέτο του. Δεν θυμόταν πόσα είχε καπνίσει εκείνη την μέρα. Σίγουρα παραπάνω από δέκα. Πολλά παραπάνω από δέκα. Δεν ήξερε γιατί κάπνιζε τόσο, ήταν απλά μια από τις πολλές τις συνήθειες. Άλλη μια ήταν συνήθειά της να χαζεύει την κοπέλα του τρίτου ορόφου, όταν έπλενε πιάτα.

Την στιγμή που άναβε το έτοιμο τσιγάρο της, μια έντονη αμερικανική προφορά αναμειγμένη με σπαστά ελληνικά έφτασε στα αυτιά της από το μπαλκόνι του τέταρτου ορόφου της πολυκατοικίας με τον αριθμό 46.

«You smoke too much, girl. It's not healthy, you know, δεν είναι υγιενό. Όπως λέτε εσείς, φτάνει. Να μη καπνίσει άλλο σήμερα.»

Κοίταξε το τσιγάρο στα δάχτυλά της και γέλασε. «Ό,τι πεις, Στιβ.»

«Ειλικρεν- Honestly, Σοφία. Φτάνει.» Την κοίταξε σοβαρά, αλλά γρήγορα τα χαρακτηριστικά του χαλάρωσαν. «Τέλος πάντων, have you made any plans already?»

«Not really, I've just finished... Πώς το λένε, βρε παιδί μου... unpacking some of the boxes in my living room. You know, the relocation...»

«Pretty boring, right? May I keep you company, παρέα;» Η Σοφία του χαμογέλασε ευγενικά, αλλά κούνησε πέρα-δώθε το κεφάλι της σε ένα αόριστο, αρνητικό νεύμα.

«No, no... It's okay, you don't have to. I'm fine.» Ακούμπησε το τσιγάρο στα χείλη της. Ο Στιβ ξερόβηξε, όχι ιδιαίτερα διακριτικά. «Τι;! Stop looking at me like... that. Έτσι κι αλλιώς, I'm done with the whole unpacking situation for today. Θα συνεχίσω αύριο.»

«Αν θέλεις, you know...» Της χαμογέλασε αμήχανα. «Μπορούμε να βγούμε για coffee. Well; I owe you one.»

«Έχω τα χάλια μου, Στιβ. Δεν είσαι σοβαρός.» Έδειξε αόριστα την σκονισμένη της μπλούζα και τον ανακατεμένο της κότσο.

«Είμαι απόλετα... απόλυτ-; Τέλος πάντων, είμαι σοβαρός, Sophia.»

«Δώσε μου λίγο χρόνο να ντυθώ καλύτερα.» Γέλασε συμβατικά και παραμέρισε μερικές καστανόξανθες τούφες που γαργαλούσαν την άκρη της μύτης της.

«Δέκα λεπτά. Θα περιμένω κάτω.» Ο Στιβ άστραψε ένα χαμόγελο, πριν χαθεί πίσω από την κουρτίνα της μπαλκονόπορτας. «Δέκα λεπτά!» Επανέλαβε φωνάζοντας μέσα από το ύφασμα.

Το ακόλουθο γέλιο της Σοφίας πλανήθηκε μέχρι την άκρη της οδού Νοταρά, παρασέρνοντας στο πέρασμά του ένα πέταλο απ' τα μαδημένα γιασεμιά του τρίτου ορόφου της πολυκατοικίας με τον αριθμό 46.

Το πατζούρι της κουζίνας δεν θ' άνοιγε στιγμή εκείνο το απόγευμα.

Behind Closed Doors | girlxgirlDonde viven las historias. Descúbrelo ahora