Πρόλογος

235 22 16
                                    

" Πόσο έχουν αλλάξει όλα από την τελευταία φορά που ήρθα..." συνειδητοποιησε η μικροκαμωμενη κοπέλα και τράβηξε την κουκούλα του σκουροχρωμου μανδυα της για να παρατηρήσει καλύτερα το παλάτι που ορθονωταν μπροστά της. Κατέβηκε από την κουρασμένη φοραδα της και την τράβηξε από τα χαλιναρια απαλά, για να την οδηγήσει προς το μεγαλοπρεπες κτήριο. Μέσα στο φως της νυχτας φανταζε ακόμη πιο επιβλητικό.

Είχε χρόνια να έρθει εδώ, αλλά η εικόνα του δεν ξεθωριασε ούτε λεπτό από την μνήμη της. Πάντα όμορφος και αισιόδοξος. Από τότε που ήταν μόλις έξι χρονών, λατρευε να πειράζει την μικρή του αδερφή με κάθε δυνατό τρόπο. Την αδερφή που τώρα έχει μακριά του, αλλά ακόμη αγαπάει πολύ. Πως γίνεται να αγαπάει αυτήν που έχει φύγει, όταν η ίδια ήταν η καλύτερη του φίλη, που πάντα βρισκόταν στο πλάι του;

Η καλύτερη του φίλη μέχρι να τα χάσει όλα. Ο πατέρας της δεν βρισκόταν πλέον στην ζωή, και η μητέρα της είχε σχεδόν τρελαθεί από την στεναχωρια της. Ήταν σχεδόν αστεία η σκέψη πως μπορεί κάποια μέρα να συνέλθει και να βρει δουλειά. Έτσι, με τα χρήματα να λιγοστευουν ολοένα και περισσότερο και τα χρέη να εκκρεμουν, έπρεπε η ίδια να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Δεν γινόταν να πάρουν άλλο δάνειο.

Σχεδόν έσερνε το άλογο από πίσω της εξαιτίας της ανυπομονησίας της. Να περίμενε να έρθει το πρωί και να παρουσιαστεί μπροστά του περιποιημενη; Όχι, δεν ήθελε να είναι ψεύτικη. Εκείνος δεν ήταν ψεύτικος. Και βαθιά μέσα της ήξερε πως ποτέ δεν θα γινόταν. Πότε δεν θα τον διέφθειρε η εξουσία που είχε λάβει πλέον ως Βασιλιάς. Ήταν μοναδικός και το ήξερε πολύ καλά μέσα της. Για αυτό και ήταν ανέκαθεν ερωτευμένη μαζί του.

Ο ήλιος έπαιρνε σταδιακά τη θέση του φεγγαριού και ο ουρανός άρχισε να αποκτά ένα πορτοκαλί χρώμα. Ένα απαλό αεράκι χαιδεψε το πρόσωπο της κοπέλας και ανακατεψε τα κόκκινα μαλλιά της. Τράβηξε μερικές τουφες από το πρόσωπο της. Προχώρησε αργά μέχρι την πύλη, παρατηρώντας το όμορφο παλάτι. Ακόμη και τώρα της έκοβε την ανάσα.

Ένας φρουρος την πλησίασε επιφυλακτικα. Η κοπέλα σχεδόν γέλασε από μέσα της μόλις σκέφτηκε τι μπορεί να νόμιζε ο άντρας απέναντι της από τη στιγμή που την έβλεπε. Ένα αναμαλλιασμενο κορίτσι ντυμένο με παλιορουχα κρατώντας ένα γερικο άλογο. Αχ και μόνο να είχε ιδέα πόσες μέρες ταξίδευε για να δει αυτόν. Πλέον στοιχειωνει το μυαλό της.

Την πονουσε λίγο το γεγονός πως έπρεπε να τον κοροιδεψει. Ήταν προτροπή της μητέρας της. Παντρεψου τον και όλα θα λυθούν. Αλλιώς θα πεθάνεις από την πείνα. Σαν να ακούει τα λόγια της τώρα, ανατριχιασε. Αλλά ήξερε πως δεν υπάρχει άλλη λύση.

Hate Over Love (Βιβλίο #2)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora