κεφαλαιο 9

489 24 5
                                    

  Α(ρης) - Σου εφερα τα πράγματα που ζήτησες.

Δ(αναη)- Αντε, επιτέλους! Έχω πεθάνει από τον πόνο τόση ώρα, δεν αντέχω άλλο .

Α- Ελα πάρτα, λέμε και κανένα ευχαριστώ ε;

Η Δανάη που είχε ήδη αρπάξει τη σακούλα με τα ψώνια από τα χέρια του Αρη ξαφνικά θυμήθηκε τους τρόπους καλής συμπεριφοράς της. Δεν ήταν και υποχρεωμένος να της τα φέρει στο κάτω κάτω. Τον κοίταξε έντονα με τα μεγάλα εκφραστικά ματιά της <<ευχαριστώ>> ψέλλισε και αμέσως έσκυψε το κεφάλι της ντροπαλά.

A- Όκευ, την κάνω εγώ τώρα.

Δ- Μισό λεπτό. Θέλω ακόμα μια χάρη.

Α- Να ακούσω.

Δ - Θέλω να πάω στο μπάνιο, είμαι τρεις μέρες εδώ μέσα και το χρειάζομαι επειγόντως.

Α-......

Δ- Ελα σε παρακαλώ, δεν αντέχω άλλο εδώ μέσα, σε παρακαλώ.

Η Δανάη κουλουριαστικε στο πάτωμα και αγκάλιασε σφιχτά τα γόνατα της με τα χέρια της. Έπειτα ξέσπασε σε ένα γοερο κλάμα.

Α- Ελα, θα δω τι θα κάνω. Μόνο σταματά να κλαις, μα τι έχεις πάθει σήμερα γαμωτο;  Νταξει λογικό είναι ξεσπάσες, παιδί του μπαμπά είσαι δεν περίμενα μεγαλύτερες αντοχές αλλα μην το παρακάνεις κιόλας.

Δ- Τολμάς και μιλάς;  Έχω κάνει τόση υπομονή όσο δεν έχω κάνει ποτέ ξανά στη ζωή μου και δεν έχεις κανένα δικαίωμα να μιλάς για μένα με αυτό τον τρόπο, δεν με ξέρεις καν για αυτό βούλωστο.

Α- Μικρή, χαλάρωσε λιγάκι γιατί αλλιώς ξέχνα το μπανιο σου.

Δ- όκευ, ότι πεις.....μαλακα

Α- Ρε θα σκάσεις επιτέλους??

Ο Αρης ορμιξε προς το μέρος της Δανάης και την κόλλησε στον τοίχο με το χέρι του έσφιξε το λαιμό της και και τα καταπράσινα ματιά του καρφώθηκαν μέσα στα δικά της. Βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής ο ένας από τον άλλο και η κόφτη ανάσα του Αρη έκανε τη Δανάη να ανατρίχιασει ολόκληρη. Τον ήθελε, τον ήθελε πολύ εκείνη τη στιγμή. Η καρδιά της χτυπούσε ξέφρενα και χόρευε σε τρελούς ρυθμούς. Βρισκόταν εκεί απέναντι της, μια ανάσα τους χώριζε, ήδη έκανε σενάρια στο μυαλό της πώς θα ήταν να τον φιλάει. Έπρεπε να συνέλθει,  αυτές οι σκέψεις δεν την οδηγούσαν πουθενά, όμως δεν μπορούσε να σταματήσει αυτή την έλξη. <<Έλα, φίλα με>> φώναζε η καρδιά της, μόνο που τη φωνή αυτή την άκουγε μόνο η ίδια.

Και ο Αρης όμως βρισκόταν στην ίδια κατάσταση. Το βλέμμα του είχε επικεντρωθεί στα κόκκινα ζουμερά χείλη της. Ήθελε τόσο πολύ να τα γευτεί. Ήθελε να την αρπάξει και την κάνει δικιά του. Έπρεπε να καταπολέμησει την παρορμηση του αυτή όμως. Ήταν ο απαγωγέας της και ήταν το θύμα του. Αυτή ήταν η σχέση τους και έτσι έπρεπε να παραμείνει, οποιοδήποτε συναίσθημα θα παριεπλεκε περισσότερο τα γεγονότα και έπρεπε να καταπνηγει. Για αυτό λοιπόν χαλάρωσε τη λαβή του και έκανε μερικά βήματα πίσω χωρίς όμως να πάρει το βλέμμα του από τα μάτια της Δανάης, που έμοιαζαν σαν καταπράσινες λίμνες.

Α- Εε..εε..εγώ φεύγω, θα κάνω ότι μπορώ με το μπανιο σου.

Δ. Εεμ.. Εμ ναι,  όκευ.

Ο Αρης αποχώρησε από το δωμάτιο και η Δανάη έμεινε μόνη της να κοιτάζει απογοητεύμενη την επτασφαλιστη πόρτα. Μα γιατί έφυγε;  Γιατί την άφησε πάλι μόνη;  Αφού το ένιωσε, για ένα απίστευτα μικρό νανοδευτερολεπτο, σταμάτησε ο χρόνος. Χάθηκε ο ένας στα μάτια του άλλου και παρασύρθηκαν σε ένα κόσμο μακρινό,  σε έναν κόσμο μαγεμενο, που κατοικούσαν μόνο οι δύο του, ερωτευμένοι και ευτυχισμένοι. Ήταν σίγουρη ότι το συναίσθημα αυτό το μοιραστικαν και οι δύο, ότι δεν ήταν προϊόν της φαντασίας της. Αν είναι έτσι όμως τότε γιατί έφυγε;
Μα πως είχε καταλήξει έτσι; Να ζει για να τον ξαναδεί,  να ελπίζει να τρέξει ο χρόνος για να ξανακατεβει στο υπόγειο.....

Η Απαγωγή Where stories live. Discover now