Κεφάλαιο 3ο

64 10 6
                                    

Χαλαρώνω και μετά από αρκετή ώρα επισκέπτομαι την Ανελίζ στην άσπρη φυλακή των ανθρώπων. Δεν είναι εδώ. Αρχίζω και ανησυχώ... Πάω να κάνω βήμα για να την ψάξω αλλά η πόρτα μπροστά μου ανοίγει. Αμέσως το βλέμμα της Ανελίζ φωτίστηκε και της χαμογελάω. Μια γυναίκα είναι από πίσω της και την σπρώχνει απαλά να μπει μέσα."Προς τι τέτοιος ενθουσιασμός?" λέει η γυναίκα στην Ανελίζ γλυκά."Ήρθε η φίλη μου να με δει." λέει αθώα η Ανελίζ και με δείχνει. Η γυναίκα με κοιτάζει αλλά και όχι. Μάλλον κάνει ότι με είδε."Πολύ όμορφη η φίλη σου. Πώς την λένε?" την ρωτάει η γυναίκα και τείνει το χέρι της προς το μέρος μου."Τατιάνα." απαντάει η μικρή και η γυναίκα κάνει μια χειραψία στον αέρα. Δεν μπήκα στον κόπο να της δώσω το χέρι μου εφόσον ούτε καν που θα το ένιωθε."Χαίρω πολύ Τατιάνα." λέει και σηκώνεται όρθια. Δεν κρατιέμαι και βάζω τα γέλια."Τατιάνα. Μην είσαι αγενής. Χαιρέτισε την Σόνια." μου λέει η Ανελίζ και εγώ κατσουφιάζω."Μα στο έχω εξηγήσει καλή μου, ότι δεν μπορεί κανείς να με δει ούτε να με νιώσει." της λέω γλυκά και η Σόνια φαίνεται να το απολαμβάνει που βλέπει ένα κοριτσάκι να παίζει με μια φανταστική φίλη."Και εγώ τότε πώς σε βλέπω?" μου λέει θυμωμένη."Καλά, καλά θα το κάνω!" λέω και στρέφω το βλέμμα μου προς την Σόνια. "Χάρηκα Σόνια για την γνωριμία." της λέω και κάνω μια βαθιά υπόκλιση."Έτσι μπράβο." λέει η Ανελίζ και μου χαρίζει αυτό το τέλειο χαμόγελο που τόσο πολύ λατρεύω."Λοιπόν ελπίζω ότι σε αφήνω σε καλά χέρια. Πρέπει να φύγω τώρα." λέει η Σόνια και κάνει μεταβολή και εξαφανίζεται."Ποια είναι αυτή?" λέω στην Ανελίζ και της κάνω νόημα να κάτσει δίπλα μου."Η Σόνια. Μόλις συστηθήκατε." μου λέει η μικρή και εγώ σταυρώνω τα χέρια μου κάτω από το στήθος μου επιδοκιμαστικά."Ξέρεις πολύ καλά τι εννοούσα.... Αν μπορούσα τώρα θα σε γαργαλούσα!" της λέω με παιχνιδιάρικο τρόπο."Θα έχανες την ώρα σου! Δεν γαργαλιέμαι!" μου λέει έτοιμη να σκάσει στα γέλια."Α ναι? Θα το δούμε όταν θα μπορέσω να πάρω σάρκα και οστά μπροστά σου." της λέω και κάνω κίνηση να την γαργαλήσω. Αυτή πετάγεται λες και πράγματι θα την ακουμπούσα αλλά τα χέρια μου πέρασαν από μέσα της χωρίς να της αφήσει καμία αίσθηση αγγίγματος. "Λοιπόν.... Ποια είναι η Σόνια?" της λέω ενώ τραβιέμαι λίγο."Είναι μια πολύ καλή νοσοκόμα. Με αγαπάει πολύ το ίδιο και εγώ και με κάνει να ξεχνιέμαι όταν λείπεις. Μου παίρνει λίγο αίμα κάθε μέρα αλλά μου υποσχέθηκε ότι δεν θα αφήσει κανένα να μου κάνει κακό." αυτό είναι πολύ καλό. Τουλάχιστον έχει συντροφιά εδώ μέσα και μια υποστήριξη. Ελπίζω να κρατήσει την υπόσχεσή της και να μην κάνουν κάτι στην Ανελίζ αλλιώς αυτή θα είναι η πρώτη που θα την πληρώσει."Αααα!" βγάζω μια πνιχτή κραυγή και κουλουριάζομαι. Τα μπράτσα μου πονάνε σαν να με βαράει κάποιος. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα σταματάει."Τατιάνα τι έγινε?" μου λέει και είναι έτοιμη να κλάψει."Τίποτα γλυκιά μου." της λέω απαλά προσπαθώντας να την ηρεμήσω. Αμέσως νιώθω όλο μου το κεφάλι να τραντάζεται. Κλείνω τα μάτια μου και δεν λέω τίποτα για να μην ανησυχήσει η Ανελίζ. Το ίδιο ξανά. Μετά από λίγο σταματάει."Πότε θα με βγάλεις από εδώ μέσα?" Οχ όχι πάλι. Δεν μπορώ όταν πιάνει αυτό το θέμα."Σύντομα." της λέω και της δίνω ένα πονεμένο χαμόγελο."Πόσο σύντομα?""Αχ μωρό μου δεν ξέρω. Μπορεί σήμερα, μπορεί αύριο, μπορεί σε μια βδομάδα." δεν το προχώρησα άλλο για να μην την ταράξω. Δυστυχώς φοβάμαι ότι θα διαρκέσει παραπάνω από μια βδομάδα. Πολύ παραπάνω."Γιατί όχι τώρα?" μου λέει και το χαμόγελό της έχει εξαφανιστεί."Δεν εξαρτάτε αυτό από εμένα. Αν ήταν στο χέρι μου, τώρα θα ήσουν σπίτι σου." που να της εξηγώ τώρα ποια είμαι και τι σχεδιάζω. Ένας διαπεραστικός πόνος τόσο έντονος με χτυπάει σαν αστραπή και δεν μπορώ ούτε να ανασάνω."Πρέπει να φύγω." της λέω με τα χίλια ζόρια και πριν προλάβει να πει τίποτα έχω εξαφανιστεί. Ανοίγω απότομα τα μάτια μου και δύο χέρια που κρατάνε δύο λαβές βρίσκονται πάνω στο στήθος μου."3,2,1" ακούω και τότε η γυναίκα πατάει δύο κουμπιά πάνω στις λαβές. Ηλεκτρισμός πήγε να διαπεράσει το σώμα μου αλλά μετατράπηκε σε έναν τεράστιο κεραυνό, εκτοξεύοντας την γυναίκα από πάνω μου. Πετάγομαι και πέφτω κάτω από το ψιλό κρεβάτι. Αμέσως αναγνωρίζω που βρίσκομαι και μέσα από το βήχα που με έχει πιάσει προσπαθώ να δω. Δύο χέρια με σηκώνουν και με σφίγγουν δυνατά πάνω τους."Ο Θεοί! Τατιάνα! Είσαι καλά!" ακούω τον Ντάνιελ να μου λέει. Είμαι στο νοσοκομείο της αυλής. Τρέμω ολόκληρη από το σοκ και από τα νεύρα. Τι συμβαίνει? Κατευθείαν τον σπρώχνω από πάνω μου."Φυσικά και είμαι καλά! Τι έγινε?" κοιτάζω γύρο μου και βλέπω την γιατρό που εκτόξευσα μακριά μου να κλαίει από πόνο. Τα χέρια της έχουν καεί. Τρέχω προς το μέρος της και της πιάνω τις παλάμες. Αυτή μορφάζει από τον πόνο και πηγαίνει να τραβηχτεί αλλά δεν την αφήνω."Συγνώμη." της λέω ήρεμα και τα χέρια της θεραπεύονται. Η γυναίκα έχει μείνει να κοιτάζει τα χέρια της έκπληκτη. "Και πάλι συγνώμη" της ξαναλέω μετά από λίγο και αυτή χωρίς να πει τίποτα φεύγει σχεδόν τρέχοντας."Θα μου πεις τι στο καλό γίνεται?" γυρνάω και λέω με οργή στον Ντάνιελ."Ήρθα στο δωμάτιο και σου μιλούσα. Δεν ξύπνησες και άρχισα να σε κουνάω αλλά τίποτα. Δεν ανέπνεες. Με έπιασε πανικός και άρχισα να σε ταρακουνάω με δύναμη." μου λέει σαν να το ξαναβιώνει."Και με χαστούκισες δυνατά.""Εεεε, ναι. Τότε ήρθε η γιατρός και σε μεταφέραμε εδώ. Είπαν ότι δεν έχεις ούτε χτύπους και σου κάνανε ηλεκτροσόκ. Ή κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω. Αλλά πάλι τίποτα. Και μετά έγινε αυτό." μου λέει και δείχνει γύρο του το μαυρισμένο δωμάτιο. Τι εννοεί δεν ανέπνεα? Τι δηλαδή? Κάθε φορά που μεταφέρομαι το σώμα μου κατά κάποιο τρόπο πεθαίνει? Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Και αν χρειαστεί στο μέλλον να "ξυπνήσω"? Τι? Απλός θα με σκοτώσουν και δεν θα καταλάβω από που μου ήρθε?"Είσαι καλά?" μου λέει και μου πιάνει το χέρι."Ναι καλά είμαι." του λέω και χώνομαι μέσα στην αγκαλιά του."Αυτό σημαίνει ότι το υπόλοιπο βράδυ θα κοιμηθούμε μαζί?" μου λέει και μου χαμογελάει."Εντάξει." του λέω και τον φιλάω στα χείλη."Και θα μου πεις και τι έγινε?" με ρωτάει και βάζει το χέρι του γύρο από τον ώμο μου και ξεκινήσαμε να φύγουμε."Ήμουν με την Ανελίζ.""Ποια Ανελίζ? Την Θεά της φωτιάς? Τι λες Τατιάνα? Πράγματι είχες "φύγει"?!" μου λέει ταραγμένο ο Ντάνιελ σταματώντας με μπροστά του."Ντάνιελ τι λες? Λογικέψου! Σταμάτα να ανησυχείς τόσο πολύ για εμένα! Πιστεύω ότι σου έχω δείξει ότι είμαι πολύ πιο δυνατή από όσο φαίνομαι!" του λέω και τον αρπάζω από το χέρι τραβώντας τον να φύγουμε."Τότε ποια Ανελίζ?""Αχ. Τίποτα. Σε παρακαλώ πολύ. Άστο άλλη φορά. Πάμε τώρα." το βλέμμα του χαλαρώνει και με παίρνει πάλι στην αγκαλιά του παρασύροντάς με στο κρεβάτι μας γλυκά.... Ανοίγω τα μάτια μου και ο Ντάνιελ δεν βρίσκεται δίπλα μου. Άντε πάλι. Που να τρέχει αυτό το παιδί? Ποιο ξέρεις τι ετοιμάζει πάλι? Το βράδυ που πέρασε κοιμήθηκα με την ψυχή μου καθώς ήμουν εξουθενωμένη από όλα αυτά τα δράματα. Εξετάζω τον χώρο γύρο μου και παρόλα αυτά που έγιναν χτες, εγώ ετοιμάζομαι να πάω στην Ανελίζ. Είμαι ακόμα φρέσκια από τον ύπνο οπότε το να ξανά κοιμηθώ είναι εύκολη υπόθεση τώρα. Βλέπω το σώμα μου να κοιμάται στο κρεβάτι. Πώς είμαι έτσι? Θέλω επειγόντως ένα καλό χτένισμα. Ακούω πίσω μου την πόρτα του δωματίου να ανοίγει. Μπαίνει μέσα ο Ντάνιελ με έναν τεράστιο δίσκο πρωινού. Κλείνει την πόρτα πίσω του."Αααα!" φωνάζει και ο δίσκος πέφτει από τα χέρια του. Γυρνάω πίσω μου να δω τι τον είχε τρομάξει αλλά τίποτα. Αυτός κοιτάζει το σώμα μου που κοιμάται."Ααα!" ξανά φωνάζει και το δείχνει, μετά γυρνάει και δείχνει εμένα και βάζει πάλι τις φωνές. Με το που καταλαβαίνω ότι κοιτάζει πραγματικά εμένα βάζω με την σειρά μου και εγώ τις φωνές. Βρίσκομαι πάλι ενωμένη με το σώμα μου. Η επαναφορά ήταν τόσο απότομη που έπεσα από το κρεβάτι και χτύπησα το κεφάλι μου στο κομοδίνο."Τι στο....?" λέω ενώ σηκώνομαι σιγά-σιγά όρθια, τρίβοντας το κεφάλι μου."Τι ήταν αυτό?" συνεχίζει να δείχνει ο Ντάνιελ το σημείο όπου βρισκόταν πριν από λίγο το πνεύμα μου, τρέμοντας ολόκληρος."Ντάνιελ ηρέμησε και πες μου ψύχραιμα τι είδες μόλις τώρα." του λέω με σταθερή φωνή κατεβάζοντας του κάτω το χέρι απαλά."Εσένα. Ήσουν χρυσή. Αλλά μετά ήσουν εκεί. Κοιμόσουν." μου λέει σχεδόν τραυλίζοντας. Τώρα μάλιστα. Φοβάται τα φαντάσματα? Αυτό δεν το περίμενα. Τι λέω? "Δεν είμαι τρελός! Σε είδα! Ή το είδα! Δεν ξέρω...." συνεχίζει να λέει και του πιάνω το χέρι."Ηρέμησε. Δεν είσαι τρελός. Περίμενε να τα μαζέψω και θα σου εξηγήσω.¨του λέω και αρχίζω να μαζεύω το κατεστραμμένο πρωινό που μόλις είχε φέρει. Με το που είπα αυτά τα λόγια το πρόσωπό του ηρέμησε και φάνηκε να αρχίζει να το σκέφτεται. Φαίνεται ότι περισσότερο φοβήθηκε μήπως τρελάθηκε παρά το άμα ήταν φάντασμα αυτό που μόλις είδε. Όταν τελείωσα πείρα ένα μήλο που είχε πέσει το σκούπισα πάνω μου και το έβαλα στο στόμα του για να το φάει. Αυτός το δαγκώνει και με κοιτάζει όλο περιέργεια."Λοιπόν...¨λέω και παίρνω μεγάλη ανάσα. Ξεκίνησα να του λέω όλα αυτά τα περίεργα για την τηλεμεταφορά, για το πνεύμα μου, για τον χρόνο που σταμάτησα, για τα οράματα και ειδικά στο τελευταίο θέμα μόνο που δεν του έπεσε το μήλο από το στόμα."Και εγώ πώς σε είδα τώρα?" με ρωτάει κάπως επιφυλακτικά."Δεν ξέρω. Η απάντηση όμως νομίζω είναι ίδια με την απάντηση στην ερώτηση: γιατί έχω εγώ τα σημάδια από τους πυροβολισμούς σου?" του λέω και αυτός αρχίζει να το σκέφτεται επίμονα."Τι?" τον ρωτάω σαστισμένη αλλά δεν αλλάζει στάση."Θα σε ρωτήσω μία και μοναδική ερώτηση και θέλω να μου απαντήσεις ειλικρινά." μου λέει σοβαρός και από το μυαλό μου περνάνε χίλιες δυο ερωτήσεις. Διστάζω λίγο αλλά στο τέλος του νεύω θετικά."Τότε... Που με θεράπευσες από τις σφαίρες. Τι ακριβός έγινε?" μου λέει λες και ξέρει είδει την απάντηση. Παίρνω βαθιά ανάσα και προσπαθώ να σκεφτώ πώς θα του το πω πλαγίως. Αλλά δεν υπήρχε καμία απάντηση στην δικιά μου αναζήτηση."Ντάνιελ. Δεν σε θεράπευσα απλός.... Ήσουν νεκρός και..." ξεκινάω να λέω και τότε πετάγεται όλο χαρά από την θέση του."Ναι! Το ήξερα! Τώρα βγάζουν όλα νόημα!" λέει δυνατά και με φιλάει απότομα. "Τώρα ξέρω τι να κάνω! Ευχαριστώ αγάπη μου!" λέει φεύγοντας από το δωμάτιο. "αγάπη μου?" Από πότε με αποκαλεί έτσι? Και τι εννοεί ξέρει τι θα κάνει? Αχ Ντάνιελ. Γιατί να τα κάνεις όλα τόσο δύσκολα? Μεσημεριάζει και αν θέλω να μπει σε εφαρμογή το σχέδιό μου πρέπει να αφήσω τον Ντάνιελ και να ξεκινήσω προπόνηση. Κάνω κύκλους στο δωμάτιο και σκέφτομαι από που πρέπει να ξεκινήσω? Αυτό με τις αστραπές? και αυτό με τον σεισμό ήταν πολύ χρήσιμο, και οι ανεμοθύελλες. Καλύτερα να μάθω να τα ελέγχω σε στιγμές αδυναμίας και μετά να μάθω να τα χρησιμοποιώ όταν θέλω. Άσε που το θέμα του συμβουλίου είναι αυτό. Το ότι μπορεί να αποκαλυφτώ πάνω στα νεύρα μου ή κάτι τέτοιο. Αλλά πώς θα το μάθω αυτό το πράγμα? Ξαφνικά σταματάω μέσα στην μέση του δωματίου και η τέλεια ιδέα έρχεται και κάθεται στο κεφάλι μου. Για να μάθω να το ελέγχω πρέπει να μάθω να το ελέγχω όταν θυμώνω. Και ποιος ο καλύτερος τρόπος για να θυμώσω? Ο Ματ και ο Μπράντον! Σηκώνω το τηλέφωνο της υπηρεσίας δωματίου και καλώ στο γραφείο, τώρα πια, του Ντάνιελ. Μετά από αρκετή ώρα το σηκώνει."Όποιος και να είναι ελπίζω να είναι σημαντικός ο λόγος που επιμένεις τόσο! Έχω δουλειά!" μουγκρίζει θυμωμένος ο Ντάνιελ από την άλλη γραμμή."Χα, ορίστε?!" του λέω ειρωνικά και η φωνή του αμέσως μαλακώνει."Συγνώμη καλή μου αλλά έχω πολύ δουλειά και το συνεργείο έχει ξεκινήσει από το πρωί και τώρα κάνω τις διορθώσεις στα σχέδια..." περίμενε τι? Ποια σχέδια? Ποια σχέδια? Ποιο συνεργείο? Τι λέει? Όχι τώρα. Μάζεψέ τα όλα για το βράδυ. Τώρα έχω και εγώ να κάνω δουλειά."Ναι, ναι, κατάλαβα δεν πειράζει. Κάλεσε τον Ματ και τον Μπράντον σε μισή ώρα στο γυμναστήριο. Του είπα βιαστικά και το έκλεισα. Αυτά τα τηλέφωνα είναι πολύ πρακτικά όταν τα χρειάζεσαι. Ο πατέρας μου έχει βάλει σε όλο το κτίριο. Πάντα έβρισκε καινούρια πράγματα να προσθέσει παντού. Ήταν καταπληκτικός εφευρέτης. Κρίμα που άφησε πίσω του τόσα πολλά πράγματα ατέλειωτα...

Η Τελετή 2: Έξω Από Τα ΤείχηWhere stories live. Discover now