Κεφάλαιο 6ο

47 8 0
                                    

Βιβλίο 2ο
Κεφάλαιο 6ο



     Η μέρα ήταν ήρεμη. Δεν έκανα σημαντική πρόοδο αλλά τουλάχιστον έχω ακούσει και ακούω την μουσική ενώ το πνεύμα μου βρίσκεται πολύ μακριά αλλά με μια μικρή χρονοκαθηστέριση. Με τον καιρό θα γίνω καλύτερη. Όσο για τα άλλα... Τζίφος... Τίποτα. Απόλυτο κενό.  Τώρα κατευθύνομαι προς το δωμάτιο της Κάσιας. Χτυπάω την πόρτα και μου ανοίγει η ίδια.
"Ο Κρίστιαν? Πώς και δεν είναι εδώ?" της λέω φανερά σοκαρισμένη από αυτό το γεγονός.
"Μην ξεχνιόμαστε έχει και μια δουλειά." λέει και βάζει τα γέλια.
"Εμείς δεν το ξεχνάμε. Αυτός πώς και το θυμήθηκε?" της λέω ειρωνικά και τώρα βάζω εγώ τα γέλια.
"Τατιάνα...." λέει προειδοποιητηκά.
"Καλά, καλά! Σταματάω. Αλώστε για άλλον λόγο ήρθα εδώ." σοβαρεύουμε και οι δύο και συνεχίζω. "Αποφάσισα να σας δώσω την έγκρισή μου. Είναι ζωή σου και την κάνεις ότι θέλεις. Δεν μπορώ να σε εμποδίσω. ΑΛΛΑ...!" είπα πριν προλάβει να μου ορμίσει. "Αν δεν μου το αποδείξει ο ίδιο ότι σε αξίζει για εμένα δεν πρόκειται ποτέ να γίνει οικογένεια." το χαμόγελό της χάθηκε για λίγο αλλά επανήλθε σχεδόν αμέσως.
"Μην ανησυχείς. Θα τον λατρέψεις όταν τον μάθεις πραγματικά. Σ' ευχαριστώ." μου λέει και με παίρνει μια ζεστή αγκαλιά.
    Ανταποκρίνομαι και μετά από λίγο φεύγω. Θέλω απεγνωσμένα να δω τον Ντάνιελ. Δεν ξέρω γιατί αλλά τώρα τελευταία μου λείπει συνέχεια. Λέω να του κάνω και εγώ μια έκπληξη. Πηγαίνω στην κουζίνα που τώρα είναι άδεια και βάζω σε έναν δίσκο ό,τι φρούτο και σοκολάτα βρήκα μπροστά μου. Πηγαίνω τρέχοντας στο δωμάτιό μου και εφόσον σε καμία ώρα, όπως συνήθως, θα γυρίσει. Κάνω ένα μπάνιο και βάζω τα πιο αισθησιακά εσώρουχα που έχω. Κόκκινα με δαντέλα. Τα αγαπημένα μου. από πάνω μια λεπτεπίλεπτη σατέν επίσης κόκκινη ρόμπα.
    Ανοίγω τα συρτάρια και βγάζω ότι κεριά υπάρχουν. Τα σκορπίζω σε όλο το δωμάτιο και αρωματίζω τον χώρο με τριαντάφυλλο. Κλείνω τα φώτα και τις κουρτίνες και λιώνω την σοκολάτα. Με το που τελείωσα ακούω τα βήματα του Ντάνιελ στον διάδρομο. Βάζω τον δίσκο πάνω στο κρεβάτι και εκσφενδονίζομαι πίσω από την πόρτα. Με μια κίνηση των χεριών μου όλα τα κεράκια ανάβουν. Ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα. Στέκεται για λίγο στο θέαμα μπροστά από την ανοιγμένη πόρτα.
"Τι στο....?" πάει να πει και του κλείνω απότομα τα μάτια.
"Δεν είναι ανάγκη να σε ρωτήσω. Αλλά θα το κάνω. Μάντεψε ποιος...." του λέω παιχνιδιάρηκα και αντί για απάντηση παίρνω μια λαβή που με ρίχνει απαλά μπροστά του.
"Ουόου.... Γιατί δεν μου τα φοράς συχνότερα αυτά?" μου λέει και με φιλάει σηκώνοντάς με.
"Θα τα φορούσα σε κάτι ιδιαίτερο." του είπα τελικά.
"Και τι το ιδιαίτερο έχει η βραδιά?"
"Το ότι είσαι δίπλα μου." του λέω και τον φιλάω. Οι φλόγες στα κεριά φουντώνουν.
"Άναψες πολύ βλέπω." μου λέει όλο υπονοούμενο.
"Ορίστε?"
"Λέω άναψες πολύ τα κεριά." μου λέει και μου ρίχνει ένα χαμόγελο όλο νόημα. Οι φλόγες στα κεριά έρχονται πάλι στα κανονικά τους.
   Πηγαίνω στο κρεβάτι, του δείχνω τον δίσκο και του κάνω νόημα να πλησιάσει.
"Πο, πο! Αυτά είναι! Βασιλιά με έχεις!" λέει και βάζει τα γέλια. 'Α να μην ξεχάσω. Το βρήκα έξω από την πόρτα." μου λέει και μου δίνει έναν φάκελο. Αμέσως τρώει μια φράουλα με μπόλικη σοκολάτα. Ο φάκελος γράφει πάνω "Για την βασίλισσα Τατιάνα: Επείγον." Πριν προλάβει να καταπιεί ο Ντάνιελ εγώ έχω ανοίξει το γράμμα.
"Συναντήστε με στις 10:00 το βράδυ στην λίμνη της αυλής. Είναι άκρος σημαντικό και πρέπει να είστε μόνη." γράφει και αμέσως κοιτάζω το ρολόι. 10:00 ακριβός.
    Πετάγομαι πάνω και ο Ντάνιελ δεν πήρε χαμπάρι. Βάζω ότι βρω μπροστά μου και πιάνω κότσο τα μαλλιά μου.
"Ειιιι που πας?" λέει όλο παράπονο ο Ντάνιελ.
"Πρέπει να φύγω. Θα είμαι πίσω αμέσως." λέω και εξαφανίζομαι.
      Το γράμμα ήταν υπογεγραμμένο με "Μ." σκέτο. Τίποτα άλλο. Τρέχω για να φτάσω έγκαιρα στον προορισμό μου. Όταν φτάνω δεν φαίνεται τίποτα. Έτσι ανάβω μια φλόγα και βλέπω μια φιγούρα με κουκούλα να στέκεται ακριβός δίπλα μου. Αμέσως εκτινάσσομαι μακριά του και παίρνω θέση μάχης.
"Ποιος είσαι?" λέω απειλητικά.
"Δεν έχει σημασία ποιος είμαι. Σημασία έχει γιατί ήρθες εδώ." λέει απότομα λες και γνωριζόμαστε .Καθώς βλέπω ότι δεν κουνιέται απειλητικά χαλαρώνω αλλά κρατάω τις αποστάσεις μου.
"Τι είναι αυτό το επείγον που πρέπει να μου πεις?" λέω και αυτός κρύβει όλο και περισσότερο το πρόσωπό του πίσω από την μαύρη κουκούλα για να μην φανεί.
"Είναι ένας δικός μας έξω από τα τοίχοι."
"Για νέο μου το λες? Είναι εκατοντάδες δικοί μας εκεί έξω." τον διακόπτω χάνοντας σιγά-σιγά το ενδιαφέρον μου.
"Όχι, δεν καταλαβαίνεις. Είναι μαζί με αυτούς. Τους ανθρώπους." λέει ψιθυριστά.
"Τι εννοείς?  Μίλα ξεκάθαρα." του λέω αγριεμένη.
"Μου ζητάει πληροφορίες για το τι ετοιμάζεται. Δεν μπορώ όμως να προδώσω τον λαό μου. Δεν μπορώ όμως να απογοητεύσω την οικογένειά μου. Δεν θέλει το καλό σας. Να προσέχεται." λέει και με λίγο αέρα έχει ανέβει πάνω στο δέντρο και πριν προλάβω να πω τίποτα εξαφανίστηκε.
"Τι? Περίμενε!" φωνάζω αλλά άδικος ο κόπος.
     Γυρνάω πίσω στο δωμάτιο γεμάτη νεύρα. Πόσοι προδότες υπάρχουν πια? Ένας ήταν μπροστά μου μόλις τώρα. Το είπε καθαρά. Αυτός έξω από τα τοίχοι πρέπει να είναι συγγενής του. Δεν μπορεί να τον απογοητεύσει. Μόλις μπαίνω μέσα ο Ντάνιελ με περίμενε ακόμα. Βέβαια ο δίσκος είναι τώρα πια άδειος.
"Τι έγινε?" με ρωτάει μόλις κάθισα απότομα δίπλα του. Του είπα απότομα μια απόφαση που πείρα.
"...Αύριο βγαίνουμε έξω από τα τοίχοι. Οι εθελοντές που λέγαμε?... Άκυρο. Μόνο στρατιώτες. Ντάνιελ, συγκάλεσε συμβούλιο."
"Τώρα?"
"Αμέσως." του λέω απότομα και έφυγε.
     Εγώ βάζω ένα σκούρο μοβ φόρεμα με άσπρα σχέδια και πήγα στην βασιλική αίθουσα. Μετά από λίγο έχουν έρθει όλοι. Ο στρατηγός φοράει κάτι σαν πατερίτσες και κανένας δεν φαίνεται να είναι αγουροξυπνιμένος.
"Λοιπόν. Συγκάλεσα τώρα αυτό το συμβούλιο γιατί πείρα μια απόφαση έπειτα από κάτι απρόοπτο που έγινε πριν από λίγο. Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο. Αύριο θα βγούμε έξω από τα τοίχοι. Θα χωριστούμε σε επτά ομάδες. Η κάθε ομάδα θα έχει έναν από κάθε ένα σας για αρχηγό. Ο κύριος Μπόροβιτς ως νεοφερμένος θα είναι στην δικιά μου ομάδα. Ο κάθε ένας σας θα διαλέξει έξι από τους καλύτερους στρατιώτες μας. Αποστολή σας είναι το βράδυ της αυριανής ημέρας να έχετε γυρίσει όλοι πίσω σώοι με ότι τεχνολογικό θαύμα βρείτε. Θα δίνεται κάθε μέρα ένα συγκεκριμένο ποσό στην κάθε ομάδα, χρημάτων, σε μορφή χρυσού. Αύριο στις 9:00 το πρωί θέλω να περάσετε ένας, ένας από το γραφείο του κύριου Μπόροβιτς για να καταθέσετε στοιχεία και για να πάρετε το ποσό σας. Ερωτήσεις?" Πφφφφ. Ανάσες Τάτι. Ανάσες. Η φωνή του άγνωστου άντρα δεν μου θύμιζε τίποτα απολύτως. Οπότε αν πάνε γνωστά άτομα στην αποστολή δεν κινδυνεύουμε από προδότες. Τους κοιτάζω έναν έναν και όλοι έχουν μείνει άναυδοι. Κανείς όμως δεν μιλάει, "Συμφωνείται?" η τελική ερώτηση. Πάλι δεν παίρνω καμία απάντηση. Μετά από λίγο ο Μιγκέλ σηκώνεται, με το ζόρι ,όρθιος.
"Μάλιστα Μεγαλειοτάτη." λέει επιβλητικά και χτυπάει προσοχή με το χέρι στην καρδιά. Ακολουθεί η Κάσια ο Ντάνιελ και μετά οι εκπαιδευτές.
"Εντάξει λοιπόν. Το συμβούλιο έκλεισε."
    Βγαίνω από την αίθουσα πρώτη και πάω κατευθείαν προς την αυλή. Θέλω λίγο αέρα επείγοντος. Ανοίγω με δύναμη τις μεγάλες πόρτες μπροστά μου και παίρνω μια τεράστια ανάσα, σαν να μην μπορούσα να αναπνεύσω εκεί μέσα και τώρα επιτέλους μπορώ. Τα χέρια μου τρέμουν από την ένταση και η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Αυτή η αποστολή είναι σίγουρα αυτοκτονία. Τι κάνω?
"Το ξέρεις ότι είναι επικίνδυνο αυτό ε?" πετάγομαι ολόκληρη γιατί δεν είχα καταλάβει ότι ο Ντάνιελ έχει πάρει θέση δίπλα μου.
"Το ξέρω." απαντάω χαμηλόφωνα.
"Ωραία. Μου αρέσουν τα επικίνδυνα." γυρνάω τον κοιτάω απορημένη αλλά αυτός κοιτάει μπροστά με ένα χαμόγελο να διαγράφεται στα χείλη του.
"Εσύ... πώς και συμφώνησες. Εννοώ.... Τι έγινε?" τον ρωτάω και αυτός με παίρνει αγκαλιά.
"Κάτι έγινε..... Όταν έφυγες... Τι συνέβη? Τι έλεγε το γράμμα?" ωραία απάντηση... Βγαίνω από την αγκαλιά του και αρχίζω και του εξηγώ στα γρήγορα την συνάντησή μου με τον περίεργο κουκουλοφόρο.
"Δηλαδή θέλει να μας προειδοποιήσει. Αλλά είναι προδότης. Αλλά αφού μας βοηθάει δεν είναι. Πφφφ δεν καταλαβαίνω..." λέει φανερά κουρασμένος. Στα μάτι του διαγράφονται τεράστιοι μαύροι κύκλοι και οι ωκεανοί μου είναι σχεδόν κόκκινοι πια. Του χαμογελάω και του δίνω ένα φιλί.
"Δεν ξέρω.... Πήγαινε να κοιμηθείς. Αύριο μας περιμένει μεγάλη μέρα. Θα έρθω και εγώ σε λίγο." του λέω και μετά από μερικά δευτερόλεπτα αποχωρεί σέρνοντας τα πόδια του.
      Κάθομαι για λίγα λεπτά στο γρασίδι. Η νύχτα είναι πυκνή και ο αέρας μυρίζει περίεργα. Ξαφνικά ακούω πίσω μου μουρμουρητά. Κοιτάω μέσα στο σκοτάδι και βλέπω μια φιγούρα να παραπατάει πηγαίνοντας προς τα σπίτια των υπηρετριών. Ο Βίκτωρ. Είναι πάλι μεθυσμένος. Δεν έχω καμία όρεξη για αστεία σήμερα. Πηγαίνω γρήγορα προς την βιβλιοθήκη. Είναι ένα τεράστιο παλιό κτήριο δίπλα από το σπίτι μου. Έχω να πάω πολλά χρόνια εκεί. Η μητέρα μου λάτρευε να είναι εκεί μέσα. Περνούσε ώρες ατελείωτες διαβάζοντας για τους ανθρώπους. Της άρεσε η φαντασία, η τεχνολογία, η επιστήμη αλλά και η άγνοιά τους. Εγώ τα έβρισκα πάντα βαρετά όλα αυτά.
      Φτάνω μπροστά από το κτίριο και προσπαθώ να ανοίξω την πόρτα αλλά είναι κλειδωμένα. Βαστάω γερά τα πόδια μου στην γη και τείνω με δύναμη τις γροθιές μου προς την πόρτα. Αέρας δυνατός την χτυπάει και αυτή σπάει αμέσως. Το μέρος είναι σκονισμένο και μούχλα μυρίζει σε κάποιες γωνίες. Έχει τρις ορόφους. Όλοι γεμάτοι με βιβλία. Έχει έναν πίνακα με τις κατηγορίες δίπλα από την είσοδο. Ψάχνω για γεωγραφία. Γεωγραφία? Που είναι? Α! Να το. 2ος όροφος, διάδρομος 36, στήλη 170-320. Τι είναι όλα αυτά?
     Ανεβαίνω στον δεύτερο όροφο. Μπροστά μου ένα μακρύς διάδρομος και δεξιά μου οι βιβλιοθήκες. Προχωράω στον διάδρομο ανάμεσα στα ράφια. 36. Είμαι στον διάδρομο 36. Ξεκινάει να αριθμεί από το 1. Προχωράω μέχρι το βάθος και βλέπω επιτέλους τον αριθμό 170. Είναι πάρα πολλά μέχρι το 320. Χωρίζεται σε πέντε μέρη από ότι έχω καταλάβει. Ένα για την κάθε βασική ήπειρο. Δεν τα χρειάζομαι όλα αυτά. Ξεκινάω οπότε από την αρχή ελπίζοντας να βρω χάρτες με τις πόλεις τριγύρω.
    Ψάχνω ώρες αλλά βγάζω όλο άκυρους φακέλους, βιβλία και χάρτες. Κουράστηκα. Τραβάω μια περγαμηνή και όσο τραβάω τόσο βγαίνει και άλλο. Είναι ένας χάρτης 2χ2 μέτρα. Είναι βαρύς. Τον ρίχνω από το μπαλκόνι και με λίγο αέρα οδηγείται απαλά πάνω σε ένα μεγάλο τραπέζι στο ισόγειο. Κατεβαίνω κάτω και τον ανοίγω με προσοχή. Σκόνη υπάρχει παντού. Ανοίγω τα χέρια μου δεξιά-αριστερά μου και τα κλείνω με δύναμη. Όλη η σκόνη αιωρείται. Κάνω μια κίνηση και το σύννεφο βρόμας βγαίνει εκτός κτηρίου. Κοιτάζω τον χάρτη και μόνο που δεν τσίριξα από την χαρά μου. Είναι ακριβός ότι ήθελα! Στο κέντρο του είναι ζωγραφισμένη η γη μας. Γύρο από τα τοίχοι μας υπάρχει μια μεγάλη ξερή έκταση. Αμέσως μετά είναι λεπτομερώς τα χωράφια, τα χωριά, οι πόλις, όλα! Παρατηρώ ότι με διαφορετικό μελάνι είναι ζωγραφισμένες κάποιες διαδρομές. Τι είναι αυτά δίπλα από την κεντρική πύλη βλέπω γραμμένο: "Κοντινότερη διαδρομή για το Γιάσφριντ. 1895 χλμ. 8 ώρες με έρμποουτς. (70568)" Έρμποουτς? Τι είναι αυτό πάλι? Για μισό. Αυτός είναι ο γραφικός χαρακτήρας του πατέρα μου!Τον έχω δει σε άλλα χειρόγραφά του. Ξαφνικά μου έρχεται μια ανάμνηση.
    Είμαι στα εργαστήρια του πατέρα μου. Μου άρεσε να πηγαίνω εκεί και να ψαχουλεύω τις σκουριασμένες εφευρέσεις του. Ένα μεγάλο περίεργο πράγμα είναι κρεμασμένο από πάνω μου. Είμαι περίπου 12. Κάνω μια αδέξια κίνηση αέρα και βρίσκομαι πάνω του. Τα παλιά σύρματα κόβονται και προσγειώνομαι πάνω στο κατεστραμμένο πια, αυτό πράγμα. Εμφανίζεται η μητέρα μου και με παίρνει από εκεί μέσα.
"Δεν σου έχω πει να μην έρχεσαι εδώ? Ήταν του πατέρα σου. Δεν θέλω να χαλάσουν όλα!" μου λέει σκουπίζοντάς με επιβλητικά.
"Τι ήταν αυτό το πράγμα?" την ρωτάω αγνοώντας τα λόγια της.
"Πώς το έλεγε? Α ναι! Έρμποουτ! Είπε ότι μια μέρα θα διασχίσουμε όλο τον κόσμο μέσα σε λίγες ώρες με αυτό."
      Επανέρχομαι στο παρόν. Αυτό είναι! Έρμποουτ! Είναι μεταφορικό μέσο! Τέλεια!.....Όχι για πολύ..... Όλα μαυρίζουν.... Μια πινακίδα "Καλώς ήρθατε στο Γιάσφριντ" περνάει μπροστά από τα μάτια μου. Δίπλα μου ο Ντάνιελ μου χαμογελάει. Η εικόνα αλλάζει. Ένα παλιρροϊκό κύμα υψώνεται όλο και πιο πολύ στα μάτια μου. Τρομάζω και το όραμα σταματάει. Τι ήταν πάλι αυτό? Δεν μπορεί.... Ηρέμησε Τατιάνα......Πάρε ανάσες και ηρέμησε.
    Πηγαίνω σιγά-σιγά σκεπτική στο εργαστήρι του πατέρα μου. Η τεράστια μεταλίκι πόρτα είναι ξεκλείδωτη. Μπαίνω μέσα και σκοτάδι επικρατεί. Ανάβω φλόγα στο χέρι μου και επεξεργάζομαι το μεγάλο δωμάτιο. Παντού παλιοσίδερα, σκόνη και παλιά σχέδια. Χτυπάω κάτι με το πόδι μου. Φωτίζω κάτω και βλέπω το σκουριασμένο έρμποουτ που είχα καταστρέψει πριν χρόνια. Έχει μείνει μόνο ένα μάτσο σίδερα. Τίποτα άλλο. Είναι άχρηστο τελείως! Ωραία.... και τώρα τι? Ψάχνω τριγύρω και βρίσκω τα σχέδια του έρμποουτ. Μπορεί να βοηθήσουν. Φαίνεται ότι παίρνει μπρος με αέρα και μπορεί να διασχίσει άμμο και πέτρα πολύ εύκολα. Καθώς διαβάζω τα σχέδια με την άκρη του ματιού μου παίρνω είδηση ένα μικρό κόκκινο φωτάκι να αναβοσβήνει πάνω στον πάγκο όπου βρήκα αυτά τα χαρτιά. Το ακουμπάω και με το άγγιγμά μου το κουμπί σταματά να αναβοσβήνει και ένα ταμπλό με αριθμούς εμφανίζεται δίπλα του. Τι να ανοίγει άραγε? Πατάω την ημερομηνία γέννησής του, της μαμάς, της Κάσιας και την δικιά μου. Τίποτα όμως. Μέχρι και την ημερομηνία θανάτου του δοκίμασα. Και πάλι τίποτα. για μισό λεπτό. Στον χάρτη..... δίπλα από το σημείωμα είχε κάτι αριθμούς.
"70568" πατάω και ακούω πίσω μου κάτι να κινείτε.
     Κοιτάω και βλέπω το πάτωμα να ανοίγει. Πηγαίνω από πάνω του. Έχει σκάλες που οδηγούν βαθιά μέσα στην γη. Κατεβαίνω προσεκτικά και το πάτωμα πίσω μου κλίνει. Φουντώνω λίγο ακόμα την φωτιά στα χέρια μου για να βλέπω καλύτερα. Στο τέλος των σκαλιών έχει ένα τζάμι. Δεν βλέπω πέρα από αυτό όμως. Δεξιά μου έχει έναν διακόπτη. Τον πατάω και αμέσως φως λούζει όλο τον τόπο. Τι είναι αυτό το μέρος? Το τζάμι μπροστά μου ανοίγει στα δύο και τι να δω? Έρμποουτς παντού. Εάν είναι όλα έρμποουτς δηλαδή. Έχει τουλάχιστον 20 εδώ μέσα. Ένα ξεχωρίζει. Είναι τελείως διαφορετικό από τα άλλα. Είναι κόκκινο και έχει ρόδες. Βασικά είναι σαν κανονικό αμάξι. Όχι σαν αυτά που έχουμε συνηθίσει εδώ βασικά. Ανοίγω την πόρτα και μπαίνω μέσα. Πάνω στο τιμόνι έχει έναν λευκό φάκελο. Τον ανοίγω.
"Από μικρή λάτρευες το κόκκινο. Το ήξερα ότι το είχες στο αίμα σου. Είσαι ίδια ο μπαμπάς σου. Ελπίζω μια μέρα να πετύχεις αυτό που εγώ δεν μπόρεσα. Να φέρεις τον λαό μας στο φως. Σας απογοήτευσα. Συγνώμη.
ΥΣ. Το τούνελ οδηγεί έξω από τα τοίχοι. Καλή επιτυχία.
Με αγάπη, Χ.Σ."
    Μπαμπά? Μα πώς? Τι γίνεται? Κοιτάω έξω από το τζάμι και βλέπω έναν ατελείωτο μαύρο τούνελ. Βάζω τα χέρια στο τιμόνι και η μηχανή παίρνει μπροστά. Αμέσως τραβιέμαι και η μηχανή σβήνει. Βγαίνω έξω και πάω σε ένα από τα άλλα οχήματα. Μπαίνω μέσα και ακουμπάω το τιμόνι. 4 χερούλια εμφανίζονται. Ακουμπάω το ένα. Τίποτα. Αέρα. Κινούνται με αέρα. Παίρνει μπρος αλλά θέλει περισσότερη ενέργεια για να λειτουργήσει. Αυτό είναι! Δεν ξέρω πώς και γιατί.... αλλά είναι ότι πρέπει!
    Πρέπει να το πω στον Ντάνιελ. Βασικά ξημερώνει οπότε σε λίγο θα ξυπνήσει μόνος του. Ανεβαίνω τις σκάλες και το ταβάνι- πάτωμα ανοίγει. Πάω δίπλα στην βιβλιοθήκη, παίρνω τον χάρτη και πάω στο γραφείο του Ντάνιελ.

Η Τελετή 2: Έξω Από Τα ΤείχηTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang