Βελισάντρε

79 10 0
                                    


Πήρε τον αναπτήρα από την μέσα θήκη της σάκας της και άναψε ένα ήδη χρησιμοποιημένο τσιγάρο, που είχε βρεί στην είσοδο της πολυκατοικίας όπου έμενε με την θεία της. 

Ρούφηξε άπληστα την πρώτη της τζούρα και δεν σταμάτησε να ρουφάει μέχρι η καύτρα να της κάψει τα χείλη! Βλαστήμησε δυνατά και πέταξε την γόπα έξω από το ανοικτό παράθυρο της. 

Είχε βαρεθεί πλέων την καθημερινή ρουτίνα. Είχε βαρεθεί να ελπίζει πως κάτι θα γινόταν και όλα θα άλλαζαν. Είχε βαρεθεί και την θεία της. Όλο ξαπλωμένη ήταν και της έλεγε ιστορίες για τους γονείς της. Είχε βαρεθεί και τους γονείς της, ή μάλλον είχε βαρεθεί να βλέπει τις εικόνες με τους γονείς τις!

 Γιατί τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια μόνο τις παλιές φωτογραφίες είχε για να της θυμίζουν την όψη τους! Η θεία Βάρυα έλεγε πως την αγαπούσαν πολύ την Βέλι (έτσι την φώναζαν) επίσης έλεγε πως πριν το ατύχημα έμεναν σε ένα μεγάλο σπίτι στην εξοχή με μία τεράστια αυλή. Το μόνο όμως που θυμόταν η Βέλι ήταν μία μεγάλη, στρογγυλή, κόκκινη πόρτα. Ούτε την κούνια στην αυλή θυμόταν, ούτε την τεράστια λεμονιά στον πίσω κήπο που είχε σπάσει κάποτε το πόδι της. 

Μόνο την κόκκινη πόρτα και αυτό αμυδρά.

Εκείνο το πρωινό είχε ξυπνήσει άσχημα. Πάλι οι εφιάλτες.

Εδώ και χρόνια σχεδόν κάθε βράδυ έβλεπε το ίδιο περίπου όνειρο.

Ένα καταπράσινο λιβάδι χωρίς τέλος, και αυτή να τρέχει. Έτρεχε συνέχεια. Έψαχνε κάτι απεγνωσμένα. Κάτι ήταν πίσω της και την κυνηγούσε. Δεν τολμούσε να γυρίσει πίσω, απλα έτρεχε , έτρεχε όλο και πιο γρήγορα. Ξαφνικά σύννεφα μαζεύονταν και ο υγρός αέρας της χτυπούσε το πρόσωπο.

Βροχή άρχισε να πέφτει και πλέον με δυσκολία μπορούσε να κουνήσει τα πόδια της.

Ένα κοπάδι λύκοι εμφανίστηκαν μπροστά της και άρχισαν να τρέχουν καταπάνω της. Ούρλιαζαν και ήθελαν να την ξεσκίσουν.

Λίγο ακόμα και την έφταναν. Ήθελε να φύγει αλλά τα πόδια της δεν αντιδρούσαν. Έβλεπε τα δόντια τους που σε λίγα δεύτερα θα ξέσκιζαν το δέρμα της και έκλεγε.

Ακόμα πιο κοντά.

Λίγο ακόμα.

Είδε τον πρώτο λύκο να κάνει άλμα για να φτάσει το πρόσωπο της και όλα παγώνουν.

ΝΑ!

Αυτή η φωνή πάλι.

'Μπάρσταρχ α καπ Βάγκρα σαί καν το χράιρκ μαγκράκ ταρκ α καπ'

Πάλι αυτά τα ακατανόητα λόγια. Έπειτα από τόσα χρόνια είχε μάθει απέξω την φράση αλλά όπου και αν έψαξε δεν μπόρεσε να βρει τι σημαίνει.

Ξαφνικά ο λύκος προσγειώθηκε πάνω της και της ξεκόλλησε το πρόσωπο με τα δόντια του.

Ούρλιαζε από τον πόνο και εδώ είναι που ξυπνάει πάντα.

Μπάρσταρχ α καπ Βάγκρα σαί καν το χράιρκ μαγκράκ ταρκ α καπ , αυτή η φράση γυρνάει στο μυαλό της τα τελευταία 14 χρόνια.

LYCANS - Η ΑΡΧΉOù les histoires vivent. Découvrez maintenant