Νέα Υπόθεση

536 67 3
                                    

Το ξυπνητήρι χτύπησε για άλλη μια φορά και έσμιξα τα μάτια ενοχλημένος από τον αποκρουστικό ήχο. Σηκώθηκα απευθείας και πήγα στο μπάνιο να πλύνω το πρόσωπο μου. Κοιτάζομαι στον καθρέπτη και παρατηρώ τα χαρακτηριστικά μου. Γαμώτο, γέρασα. Υπάρχουν αμυδρές ρυτίδες κάτω από τα μάτια μου και τα γένια μου έχουν ελαφρώς γκριζάρει.

Αναρωτιέμαι συχνά αν η Αμαρυλλίς εξακολουθεί να με θέλει όσο με ήθελα πριν δέκα χρόνια. Τότε ήμουν πιο ζωντανός, πιο ενεργητικός. Τώρα, η δουλειά με έχει εξουθενώσει και πραγματικά αισθάνομαι γέρος.

Βγαίνω από το μπάνιο και την παρατηρώ να ντύνεται. Πηγαίνουμε την ίδια ώρα στις δουλειές μας και έτσι προλαβαίνουμε να πίνουμε ένα πρωινό καφέ μαζί, πριν φύγουμε για το γεμάτο οχτάωρο.

Έχει γυρίσει την πλάτη της και το φοράει ένα δανδελωτό, μαύρο σουτιέν. Το φοράει αργά και ύστερα σκύβει να βάλει ένα στενό τζιν. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, καλμάροντας τις πρωινές ορέξεις μου και την πλησιάζω. Της  χαϊδεύω απαλά την ραχοκοκκαλιά και την ακούω να ΄ξεφυσάει από ευχαρίστηση.

"Καλημέρα Μαρίλια", της ψιθυρίζω στο αυτί και εκείνη γυρνάει, ώστε τα βλέμματα μας να συναντιούνται.

"Καλημέρα Πέτρο", ψιθυρίζει και εκείνη με το οικείο και ως γνωστόν πρόστυχο χαμόγελο της και ενώνει τα χείλη της με τα δικά μου με έναν γλυκό και ανεπανάληπτο τρόπο. Θεέ μου να μην χαλάσει τίποτα αυτήν την παραδεισένια ρουτίνα μου.

"Πάω να ξυπνήσω την Ελπίδα και έρχομαι στην κουζίνα", αναγγέλει και μου δίνει ένα φιλί στο αξύριστο μάγουλο μου. Εγώ χαμογελώ στραβά και πηγαίνω στην κουζίνα να φτιάξω πρωινό στις δύο μεγαλύτερες αγάπες μου.

Καθώς έφτιαχνα τοστ, σκέφτηκα τον θετό αδερφό της Μαρίλιας, τον Περικλή, ο οποίος δούλευε στο Βέλγιο τώρα, σε μια ασφαλιστική εταιρεία. Έμενε μαζί μας μέχρι τα δεκαεννιά του και πριν τεσσσερα χρόνια επέστρεψε στο Βέλγιο για να σπουδάσει.

Πρέπει να τον επισκεφθούμε επειγόντως, να μάθουμε τα νέα του, πιστεύω έχει λείψει στην Μαρίλια , αλλα κυρίως στην ανηψιά του που σύνέχεια τον αναφέρει.

Μόλις ήρθαν τα κορίτσια μου, καθισαμε όλοι στο τραπέζι και φάγαμε σχετικά σιωπηλά το πρωινό μας, όμως το χέρι μου δεν ξεκόλλησε στιγμή από το δικό της. Πάντα ήθελα να την νιώθω δίπλα μου, να αισθάνομαι το δέρμα της στο δικό μου, ήταν και είναι σαν λύτρωση.

"Μπαμπά, πότε θα με πας βόλτα με το περιπολικό;",ρώτησα ξαφνικά η Έλπίδα με την παιδική φωνούλα της και αμέσως μας έκανε να γελάσουμε. Η κόρη μου έχει μοιάσει στη μαμά της. Είναι πεισματάρα και άλλοτε ναζιάρα, όμως και ύπουλη. Ακριβώς όπως η Αμαρυλλίς.

Μπατσοι Γουρουνια 2Donde viven las historias. Descúbrelo ahora