Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Αυτή η μετακόμιση μου στοίχισε τα πάντα. Ή τουλαχιστον τα παντα μου.
Θέλω όσο τίποτα να γυρίσω πίσω στην Αθήνα, στο σπίτι μου, στην καθημερινότητά μου.
Σ' εκείνη τη γειτονιά που έζησα τα πιο ωραία μου χρόνια, που έσφιζε απο ζωή μέσα στη νέκρα της ρουτίνας, που τα παιδικά γέλια ήταν πάντα παρόντα. Ο χαρούμενος ήχος τους ήταν το πιο ωραίο συναίσθημα.Εκεί έμενα εγώ, στο σπίτι στο τέλος του δρόμου. Τίποτα το ιδιαίτερο. Ένα παλιό, διόροφο, λευκό κτίσμα, μ' έναν κήπο καταπράσινο, αν και στο κέντρο της πρωτεύουσας. Αν και μικρό, για 'μένα φάνταζε παλάτι, όχι απο αυτά που βλέπουμε στις ταινίες, αλλά σαν εκείνα τα οποία είναι χτισμένα με όνειρα και αναμνήσεις. Τα δωμάτια λίγα. Μια κουζίνα, ενα σαλόνι, ενα μπάνιο και τρία υπνοδωμάτια. Το ένα από αυτά, στενόμακρο με μια πλατιά μπαλκονόπορτα στον ανατολικό τοίχο, βαμμένο με pall χρώματα και μισοτελειωμένες ζωγραφιές και πόστερ κολλημένα στους τοίχους, ανήκε σ ενα νεαρό κορίτσι. Γεμάτο φιλοδοξία και ελπιδες το θυμάμαι το παλιό μου δωμάτιο. Αυτό είναι που μου λείπει πιο πολύ από όλα. Η ησυχία του και η απέραντη θέα του στο λόφο της Ακρόπολης. Μα τώρα όλα γκρεμίστηκαν. Η ζωή μου, η καθημερινότητά μου, τα πάντα μου. Γιατί ο Αχιλλέας είναι πια νεκρός.
Ακόμα δε μπορώ να το χωνέψω και αδυνατώ να καταλάβω πώς κάποιος θα σκότωνε άτομο σαν κι εκείνον. Όλα έγιναν τόσο ξαφνικά που έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου.
Με τον Αχιλλέα ήμασταν μαζί από τεσσάρων χρονών, αχώριστοι, σαν αδερφό μου τον είχα. Ήταν ψηλός, γύρω στο 1.85, ξανθός, με γκρίζα μάτια και αγέρωχο ανάστημα. Το σώμα του ήταν γεροδεμένο λόγω της κολύμβησης μα δεν του άρεσε να το δείχνει. Όμορφο παιδί, παρόλο που ποτέ μου δεν το πρόσεξα. Δεν ηταν αυτο που με τραβούσε σ' εκείνον.
Καναμε τα παντα μαζι. Απο τα πιό τρελά κι εξωπραγματικά μέχρι τα πιό καθημερινά.Ακόμα θυμάμαι εκείνη τη φορά που είχαμε πάει στο Λούνα Πάρκ. Εγώ, σαν κλασικό παιδί που αρνείται να μεγαλώσει, ήθελα τόσο εκείνον τον μεγάλο μαλλιαρό αρκούδο, ναι, το γνωστό που έχει σε κάθε Λούνα Πάρκ. Έπαιξα αρκετές φορές μα το παιχνίδι ήταν δύσκολο κι εγώ εξαντλημένη. Τότε ήταν που μου υποσχέθηκε πως θα το κερδίσει για μένα. Μια ώρα προσπαθούσε και παρόλο που του έλεγα να τα παρατήσει και πως δε θα με πείραζε να μην το κερδίσει, εκείνος δεν τα έβαλε κάτω. Όταν στο τέλος τα κατάφερε και μου παρέδωσε το βραβείο είδα τα μάτια του να λάμπουν, όχι λόγω εκείνου του ανόητου αρκούδου ή της ανούσιας νίκης του, αλλά επειδή ήξερε πως χάρηκα εγώ.
Αυτό που δεν ήξερε όμως είναι ότι έτσι ένιωθα κάθε στιγμή μαζί του.Όπως τότε που πέθανε ο σκύλος μου ο Έρικ, εκείνος ήταν πάλι εκεί. Έκλαιγα στην αγκαλιά του όλο το βράδυ καθώς με χάιδευε απαλά στα μαλλιά και με παρηγορούσε. Ένιωθα λες και όλα είχαν περάσει. Δύο μερες αργότερα και ενώ εγώ ακόμα προσπαθούσα να αναρρώσω απο το θάνατο του αγαπημένου μου σκύλου, άκουσα ένα χτύπημα στην πόρτα. Ήταν ο Αχιλλέας. Στα χέρια του κρατούσε ένα χαρτόκουτο. Κοίταξα μέσα και τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι στη γωνία του βρισκόταν κουλουριασμένο ένα κατάμαυρο κουτάβι. Τον ονομάσαμε Σαμ. Τον Σαμ τον έχω ακόμα. Κάθε φορά που τον χαϊδεύω νιώθω μια παρουσία στο δωμάτιο, λες και ο Αχιλλέας είναι ακόμη μαζί μου.
Ακόμα, θυμάμαι τις ατέλειωτες συζητήσεις που κάναμε τα βράδια στην ταράτσα αγναντεύοντας το άπειρο του ουρανού. Μιλάγαμε για τα πάντα, αναλύαμε τα πάντα και κάπως έτσι ξέχναγα ό,τι με απασχολούσε. Εκείνος κάθε φορά θυμάμαι να μου λέει "Μια μέρα θα πάω κι εγώ στα άστρα. Θα είσαι κι εσύ εκεί. Θα καθόμαστε αγκαλιά αλλά δε θα κοιτάμε τους άγνωστους ανεξερεύνητους πλανήτες μα κάτι πιο οικείο. Θα παρατηρούμε τη γη και θα σκεφτόμαστε αυτές ακριβώς τις στιγμές." Έπειτα ξάπλωνα δίπλα του, πάντα από τη δεξιά μεριά, εκείνος έβαζε το χέρι του γύρω απο το κεφάλι μου και χανόμασταν στο ατελείωτο νυχτερινό τοπίο του ορίζοντα μέχρι να μας πάρει ο ύπνος.
Αυτά, μα και πολλά ακόμα είναι που θα μου λείψουν, γιατί ξέρω πως όσο και να ψάξω κανένας δε μπορεί να τον αντικαταστήσει και να μου γεμίσει το κενό.Η μαμά παρόλα αυτά υποστηρίζει ότι πρέπει να προσπαθήσω να κάνω μια νέα αρχή και να τα αφήσω όλα αυτά πίσω μου κρατώντας τα σαν ευχάριστες αναμνήσεις της ζωής. Γι' αυτό μας έφερε εδώ. Δε λέω ωραία πόλη η Σπάρτη και της Μαίρης φαίνεται να της αρέσει, αλλά όλο αυτό το καινούριο ξεκίνημα εμένα με τρομάζει. Φοβάμαι ότι δε θα με αποδεχτούν και θα περάσω πάλι τα ίδια. Θα καταλήξω μόνη μου χωρίς παρέες, χωρίς έστω ένα άτομο να μπορώ να μιλήσω μα αυτή τη φορά ούτε ο Αχιλλέας θα είναι εδώ να με βοηθήσει. Δεν ξέρω πόσο θα αντέξω αν εξεληχθούν έτσι τα πράγματα, ωστόσο δεν θέλω να προτρέχω. Οι θετικές σκέψεις κάνουν πάντα καλό. Ας ελπίσουμε αύριο να πάνε όλα καλά ή τουλάχιστον να μην πάνε τόσο χάλια. Τρέμω και μόνο στη σκέψη ότι θα ξανακούσω το χτύπημα του κουδουνιού, μόνο που αυτή τη φορά θα είναι τελείως διαφορετικό γιατί θα καθορίσει το υπόλοιπο της ζωής μου.
YOU ARE READING
Deep
Teen FictionΠέθανε. Κι εκείνη έμεινε κενή. Τα παντα γύρω της καταρρέουν. Βαθια κρυμμένα μυστικά ερχονται στο φως απο τις πιο απόκρυφες γωνιές της σκέψης. Ποιος τον σκότωσε; Γιατι βασανιζεται ετσι; Καλη συνέχεια Λήδα... ή μηπως οχι;