Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Σήμερα ήταν η πρώτη μέρα στο καινούριο μου σχολείο. Ξύπνησα νωρίς. Η αγωνία και το άγχος με άφησαν άυπνη όλο το βράδυ. Μονάχα δύο ώρες κατάφερα να κοιμηθώ. Στριφογύριζα δεξιά κι αριστερά στο πρόχειρα τοποθετημένο κρεβάτι μου. Τα βλέφαρά μου βαριά και η επιθυμία για ξεκούραση μεγάλη μα κάθε τόσο ένιωθα ένα άγγιγμα στον ώμο και έναν ψύθιρο στο αυτί να μου λέει "θυμίσου". Άσχημα τα παιχνίδια του μυαλού το βράδυ. Άλλωστε λενε πώς ο χειρότερος εχθρός μας είναι η ίδια μας η σκέψη σαν μείνουμε μόνοι.
Όλα αυτά κλοθογυρνούσαν στο κεφάλι μου μέχρι που ένιωσα στο σώμα μου το χάδι των ακτίνων του ηλίου που με μανία πάλευαν να ξεπροβάλλουν πίσω από την οροσειρά του Ταϊγέτου και να θυμίσουν στους κατοίκους της μικρής πόλης την άφιξη της νέας μέρας.Ηταν ώρα να σηκωθώ μα το κορμί μου αναζητούσε τη ζεστασιά και τη σιγουριά του στρώματός μου.
Τα βήματα βαριά πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Βγαίνοντας από το δωμάτιο καλημέρισα τη μητέρα και την αδερφή μου και έσυρα τα πόδια που μέχρι το μπάνιο του πάνω ορόφου.Το σπίτι, αν και διώροφο δεν θύμιζε καθόλου εκείνο στην πρωτεύουσα . Η όψη του αρχοντική με μία μεγάλη καγκελόπορτα να το χωρίζει από τον έξω κόσμο. Στο ξεκίνημά της ένα πέτρινο μονοπάτι οδηγεί στα σκαλοπάτια της κύριας εισόδου. Κτίσμα πετρόχτιστο που στέκεται αγέρωχο για τουλάχιστον εκατό χρόνια. Το πατρικό σπίτι της μάνας μου είναι, το οποίο κληρονόμησε μετά το θάνατο του παπού μου. Ίδιο λέει απο τότε που το θυμάται. Καθώς μπαίνεις μέσα παρατηρείς ένα διαμπερές σαλόνι να χωρίζει την κουζίνα από το καθιστικό και μία ξύλινη σκάλα να οδηγεί στον πάνω όροφο. Ανεβαίνοντας υπάρχουν τρία υπνοδωμάτια και ένα μεγάλο μπάνιο, το δεύτερο του σπιτιού αν λογαριάσεις κι εκείνο δίπλα στη σκάλα. Τα έπιπλα παλιά και σκονισμένα, γδαρμένα από το χέρι του χρόνου. Χρώματα δεν υπάρχουν και το μουντό καφέ και γκρι κυριαρχεί παντού. Παρόλα αυτά εχει προοπτικές όπως λέει και η μαμά και με λίγη δουλειά θα γίνει ένα φιλόξενο σπιτικό.
Το νερό άρχισε να τρέχει στο σώμα μου καυτό. Το ένιωθα να ξεπλένει το παρελθόν από πάνω μου και σα να έφυγε ένα βάρος. Τύλιξα βιαστικά την πετσέτα γύρω μου, βούρτσισα τα δόντια μου και επέστρεψα πίσω στο δωμάτιό μου. Βάλθηκα να κοιτάζω τα ρούχα μου πολύ προσεκτικά γιατί ήξερα το πόσο μετράει στις μέρες μας η εξωτερική εμφάνιση. Ήθελα άλλωστε η πρώτη εντύπωση να είναι θετική. Τελικά έβαλα το μαύρο μου τζίν με τα σκισίματα στα γόνατα, το φούτερ με τη στάμπα του American Horror Story και τα μαύρα μου μποτάκια με τα μεταλικά καρφιά. Έπειτα χτένισα τα μαλλιά μου και έφτιαξα μια ατιμέλητη αλογοουρά που συμπλήρωνε το στίλ μου. Φόρεσα τέλος το αγαπημένο μου ρολόι, αυτο που μου είχε κανει δώρο ο Αχιλλέας. Άρχισα να παρατηρώ τις λεπτομέρειες που ήταν χαραγμένες στη χρυσή αλισίδα του όταν το μάτι μου έπεσε στους δείκτες. Η ώρα ήταν οκτώ παρά πέντε. Κατέβηκα τρέχοντας στην κουζίνα όπου καταυρόχθισα ένα μεγάλο μπολ δημητριακών και άρπαξα την τσάντα μου για να φύγω. Η μαμά και η Μαίρη δεν ήταν σπίτι.
Έκλεισα πίσω μου την βαριά ξύλινη πόρτα, κατέβηκα τα σκαλοπάτια και διέσχισα το πέτρινο δρομάκι προσπερνώντας με δεξιοτεχνία τις ακόμα γεμάτες κούτες της μετακόμισης που κείτονταν σε ένα σωρό απο αγριόχορτα περιμένοντας κάποιον να τις αδειάσει και κατευθύνθηκα προς την καγκελόπορτα. Ξεκλείδωσα με το αντικλείδι που μου είχε βγάλει η μαμά λίγες μέρες πρίν, παράχωσα τα κλειδιά στην πίσω τσέπη του παντελονιού μου και άρχισα να κατηφορίζω προς τον κεντρικό που οδηγούσε στο σχολείο.
Βγαίνοντας στον μεγάλο, γεμάτο κίνηση δρόμο συνειδητοποίησα πως δεν είμαι μόνη. Παιδιά της ηλικίας μου αλλά και διαφορετικών ηλικιών άρχισαν να ξεχύνονται στους δρόμους, άλλα σε παρέες και άλλα μόνα τους, βαδίζοντας προς την ίδια κατεύθυνση. Εγώ, παρέα με τα ακουστικά μου να παίζουν το αγαπημένο μου τραγούδι, τα παραρηρούσα σιωπηλά προσπαθόντας να αφομοιώσω συμπεριφορές και πρότυπα της περιοχής. Δε διέφεραν πολύ από τα παιδιά της Αθήνας. Καθένας είχε το ρυθμό του. Πολλοί ήταν οι αγουροξυπνημένοι που βλαστημούσαν στα πειράγματα των ορεξάτων φίλων τους. Άλλοι πάλι, συζητούσαν για τα μαθήματα που επακολουθούσαν και σχολίαζαν καθηγητές και συμμαθητές τους. Τα γέλια και οι φωνές των παιδιών με έκαναν για μια στιγμή να νιώσω οικεία κάνοντάς με να ξεχάσω που στ' αλήθεια βρισκόμουν. Τότε ήταν που στο μυαλό μου επανήλθε ο φόβος και ο τρόμος για το άγνωστο γκρεμίζοντας μονομιάς την μέχρι στιγμής ευχάριστη ατμόσφαιρα. Και τι θα γίνει αν... Αυτό ήταν που σκεφτόμουν. Είχε γίνει πια σκιά και με ακολουθούσε παντου. Τα βήματά μου άρχισαν να βαραίνουν και να με λούζει κρύος ιδρώτας καθώς πλησίαζα όλο και πιο κοντά στο σχολειο.
Έφτασα έξω από ένα τεράστιο κτήριο που έμοιαζε με φυλακή, ή ίσως και να ήταν η δικιά μου φυλακή.
Ψηλό περιτρυγιρισμένο με σκουριασμένα κάγκελα και μια θεώρατη πόρτα, σου έδινε την εντύπωση πως άμα μπείς δεν θα ξαναβγείς. Τα χρώματα στους τοίχους ξεθωριασμένα απο τον καιρό και απο τον ήλιο. Τη θέση τους είχαν πάρει γκράφιτι γραμμένα απο παιδια με μίσος και πάθος που αποτύπωναν τα συναισθήματά τους με φράσεις όπως "Μαίρη σ αγαπώ θα είμαστε μαζί για πάντα 12/01/13" αλλά και "Το για πάντα σταματάει εδώ 23/02/13" Έτρεμα στην ιδέα πως κάποια μέρα ίσως κι εγώ γίνω απλά μια ζωγραφιά σ έναν τοίχο, ένα όνομα, μια ήμερομηνία. Τελευταίες στιγμές ελευθερίας. Μόλις περάσω αυτή την πόρτα δεν υπάρχει επιστροφή.
VOCÊ ESTÁ LENDO
Deep
Ficção AdolescenteΠέθανε. Κι εκείνη έμεινε κενή. Τα παντα γύρω της καταρρέουν. Βαθια κρυμμένα μυστικά ερχονται στο φως απο τις πιο απόκρυφες γωνιές της σκέψης. Ποιος τον σκότωσε; Γιατι βασανιζεται ετσι; Καλη συνέχεια Λήδα... ή μηπως οχι;