Κατέβηκα απο το αυτοκίνητο και κατηφόρισα τη Παλαιολόγου αφήνοντας πίσω την κατάμεστη απο αυτοκίνητα πλατεία. Σταμάτησα μπροστά σε μια τετραώροφη πολυκατοικία με τον αριθμό 56 και χτύπησα το δεύτερο κουδούνι. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα η πόρτα άνοιξε, μπήκα στο κτήριο και πήρα το ασανσέρ. Έφτιαξα τα μαλλιά μου στον καθρέφτη και κούμπωσα τη ζακέτα μου. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα τι θα με ρωτούσε όπως και τί θα απαντούσα.
Η πόρτα του ανελκιστήρα άνοιξε οδηγώντας με σε έναν αχανή διάδρομο με πολλές πόρτες. Δίπλα σε καθεμία απο αυτές μια ταμπέλα με το όνομα και την ιδιώτητα του κατόχου του διαμερίσματος, καθώς και κάποιο τηλέφωνο επικοινωνίας. Αφού εξέτασα δυο τρεις ταμπέλες κατέληξα σε αυτή της ψυχολόγου μου. " Κατερίνα Στασινού, Παιδοψυχολόγος". Χτύπησα την πόρτα και περίμενα.
Το πόμολο γύρισε και η μεταλική πόρτα άνοιξε. Μια νεαρή κοπελα, γύρω στα τριάντα, με γυαλια, πράσσο μαλλί και ενα γκρίζο ταγέρ βρισκόταν απο πίσω καλοσορίζοντάς με στο χώρο.
Το δωμάτιο όχι πολύ μεγάλο. Λίγα, μοντέρνα έπιπλα τοποθετημένα στον καθαρά επαγγελματικό χώρο. Στον ένα τοίχο υπήρχε μια μεγάλη τζαμαρία που οδηγούσε σε ένα στενό μπαλκόνι με θέα το κέντρο, ενώ τον άλλο κάλυπταν καδραρισμένα διπλώματα και πιστοποιητικά. Ακριβώς μπροστά βρισκόταν ενα σιδερένιο γραφείο και μια δερμάτινη καρέκλα με ροδάκια. Η ψυχολόγος, αφού έκλεισε την πόρτα πίσω της, κάθησε στην καρέκλα και μου ένεψε να βολευτώ στον καναπέ του δωματίου.
Την ειδα να ανοίγει ενα απο τα συρτάρια του γραφείου της και να πασπατεύει για λίγο το εσωτερικό του. Έπειτα έβγαλε ένα μπλοκ σημειώσεων, ένα μπλέ στυλό και έναν σχετικά καινούριο φάκελο και τα ακούμπησε πανω στην επιφάνεια του επίπλου. Γύρισε για λίγο το βλέμμα της σ' εμένα, μουρμούρισε κάτι βιαστικά, κοίταξε το ρολόι στον καρπό της και ξερόβηξε.
Με το βλέμμα ακόμα κατεβασμένο και συγκεντρωμένο στο μεγάλο καφέ φάκελο άρχισε να μου κάνει μερικές τυπικές ερωτήσεις. Όσο απαντούσα παρατηρούσα το χέρι της να πηγαινοέρχεται σημειώνοντας σαν αστραπή στο μπλοκ.
Από την αρχή είχα ξεκαθαρίσει στον εαυτό μου ότι δεν πρόκειται να συζητούσα με μία άγνωστη για το παρελθόν μου και για τον Αχιλλέα και πως αν δεν ήταν για τη μαμά δεν θα σκεφτόμουν καν το ενδεχόμενο να πάω σε ψυχολόγο, αλλά ένιωθα τόσο έντονη την ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον. Μπορούσα πλέον να καταλάβω πως το να κρατάω μέσα μου τόσα πολλά περισσότερο κακό μου έκανε παρά καλό. Αυτός ήταν και ο μόνος λόγος που αποφάσισα να της δώσω μία ευκαιρία.
Καθώς η ώρα κυλούσε οι τυπικές ερωτήσεις μετατράπηκαν σε πιο προσωπικές που με δυσκολία απαντούσα. Αρχικά με ρώτησε για το παλιό μου σχολείο. Δεν είχα πολλά να πω, όμως είχα αρκετά να θυμηθώ και να νιώσω. Κυρίως πόνο. Σωματικό και ψυχικό. Πράγματα άσχημα που παλεύεις να θάψεις μέσα σου. Από τα υποτιμητικά σχόλια της κοπέλας που ήταν λίγο πιό αγαπητή από 'σένα, μέχρι τις μελανιές που είχες εκείνη τη μέρα γυρνόντας σπίτι επειδή διαφώνησες με το παιδί της τρίτης τάξης που σου ζήτησε κάτι παραπάνω. Είχα προχωρήσει όμως και όλα αυτά τα είχα αφήσει πίσω μου. Είχα κάνει μια νέα αρχή και μπορούσα να σταθώ ξανά στα πόδια μου.
Για μια στιγμή ξέχασα που βρισκόμουν και ένιωσα να ξαλαφρώνω με την κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα μου. Λες και ήμουν για λίγο ελεύθερη. Μα δε θα διαρκούσε για πολύ αυτό γιατί η επόμενη ερώτηση έσκασε σα βόμβα διαπερνόντας τη λεπτή γραμμή μεταξύ απογοήτευσης και θλίψης.
"Θελω να μου μιλήσεις για αυτό το άτομο που η μαμά σου λέει ότι ήταν τόσο ξεχωριστό για 'σένα και για εκείνη τη μοιραία μέρα που έχασες τον Αχιλλέα." Δεν άντεξα, ξέσπασα σε λιγμούς, σηκώθηκα και βγήκα απο την εξώπορτα κατευθυνόμενη στο δρόμο. Λίγο πριν βγώ στο πεζοδρόμιο την άκουσα να με φωνάζει να γυρίσω. Δεν ήμουν έτοιμη όμως.
Μπήκα σπίτι και είδα τη μαμά να κλείνει πάλι βιαστικά το τηλέφωνο. Τα μάτια μου ήταν πρισμένα από το κλάμμα οπότε προσπάθησα να την αποφύγω λέγοντάς της ότι έχω μερικά ακόμη πράγματα να βγάλω από τις κούτες. Δε φάνηκε να με πιστεύει αλλά μέσα στη σκέψη της τη βασάνιζαν διαφορετικοί δαίμονες που δεν την άφησαν να με ακολουθήσει. Ανέβηκα τις σκάλες, μπήκα στο δωμάτιό μου, έκλεισα την πόρτα και έπεσα με τα ρούχα στο κρεβάτι μου. Ίσως με πήρε ο ύπνος μετα, ίσως και όχι. Το μόνο που ξέρω είναι ότι σηκώθηκα κατα τις 2 το βράδυ και πήρα κάτι να φάω γιατί ένιωθα το στομάχι μου άδειο. Υπηρχαν όμως μέρη του σώματώς μου που τα ένιωθα ακόμη πιο άδεια μα ήξερα πως δέ θα γέμιζαν με ένα κομμάτι κέικ.
YOU ARE READING
Deep
Teen FictionΠέθανε. Κι εκείνη έμεινε κενή. Τα παντα γύρω της καταρρέουν. Βαθια κρυμμένα μυστικά ερχονται στο φως απο τις πιο απόκρυφες γωνιές της σκέψης. Ποιος τον σκότωσε; Γιατι βασανιζεται ετσι; Καλη συνέχεια Λήδα... ή μηπως οχι;