Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Αβάσταχτο παλι το βράδυ μου. Ελλάχιστος ο ύπνος. Τα συμβάντα του χθες σε συνδιασμό με την αγωνία του αύριο έπαιζαν άσχημα παιχνίδια με το μυαλό μου. Ένιωθα να πεύτω μέσα σε ένα αχανές κενό γεμάτο φόβο παλεύοντας να κρατηθώ απο το γερά ριζωμένο στην καρδιά μου παρελθόν, μα κι εκείνο κατέρρεε. Όλο αυτό φάνταζε σαν παιδικός εφιάλτης με τη διαφορά πως εγώ ήμουν ξύπνια. Ευχόμουν για λίγη καλή, βραδυνή, ποιοτική ξεκούραση μα μόλις ένιωσα τα βλέφαρά μου να βαραίνουν, η φωνή της μαμάς ήχησε στα αφτιά μου. "Ξύπνα καρδούλα μου, θα αργήσεις για το σχολείο".Χθές έτρεχε όλη μέρα. Ήθελε λέει να ετοιμάσει κάτι χαρτιά για το σπίτι και να τακτοποιήσει τα οικονομικά. Δεν πρόλαβα να της μιλήσω για τα όσα έγιναν μιας και όταν γύρισε με βρήκε να κοιμάμαι. Τον τελευταίο καιρό στο σπίτι χτυπούσε συνέχεια το τηλέφωνο, εκείνη το σήκωνε και προσπαθούσε να φανεί ψύχραιμη μα αργά το βράδυ την άκουγα να κλαίει με λιγμούς μιλόντας μόνη. Μια μέρα που έτυχε να λείπει, ο γνώριμος ήχος της συσκευής αντήχησε στην καθιερωμένη καθημερινή του ώρα. Έτρεξα και σήκωσα το ακουστικό. Από την άλλη άκρη της γραμμής μια λεπτή γυναικεία φωνη διέκοψε τη γαλήνη μου λέγοντας "Κυρία Στασινοπούλου η προθεσμία σας τελειώνει λυπαμαι μα θα αναγκαστούμε να σας κάνουμε έξ...". Ξαφνικά άκουσα το κλειδί στη μπροστινή πόρτα και τοποθέτησα βιαστικά το ακουστικό στη θέση του αφήνοντας την πρόταση στη μέση. Ποτέ δε βρήκα το θάρρος να τη ρωτήσω τι συμβαίνει μα κάπου βαθυά μέσα μου ξέρω. Παλεύω ωστόσο να το καταχωνιάσω στο πίσω μέρος του μυαλού μου κάτω απο στοίβες άλυτων προβλημάτων. Αντιλαμβάνομαι πως σ' αυτόν τον τομέα δε μπορώ να τη βοηθήσω όσο και να θέλω. Τον κόπο που καταβάλει και τα βάσανα τα οποία έχει περάσει εξαιτίας μου δεν θα τα καταλάβει ποτέ κανείς, ίσως ούτε κι εγώ τα κατανοώ, μα το ένστικτό μου μου λέει πως με χρειάζεται τώρα περισσότερο απο ποτέ.
Γύρισα το κεφάλι μου και είδα τη φιγούρα της να κάθεται στο πλάι του κρεβατιού πάνω σε μια παλιά καρέκλα της γιαγιάς μου. Έσκυψε, με φίλησε απαλά στο μέτοπο και πρότεινε το χέρι της για να με σηκώσει. Το άρπαξα και το κράτησα σφιχτά, κάθησα στα πόδια της, την αγκάλιασα, τη φίλησα και έπειτα έτρεξα προς το μπάνιο. Ένιωθα κάπως καλύτερα, λες και μου είχε δώσει δύναμη το άγγιγμά της.
Έκανα ένα βιαστικό ντους, στέγνωσα τα μαλλιά μου, έφτιαξα μια πρόχειρη πλεξούδα, ντύθηκα, φόρεσα το αγαπημένο μου άρωμα και κατέβηκα στην κουζίνα για το πρωινό. Η αδερφή μου καθόταν ήδη στο τραπέζι και καταβρόχθιζε ένα μεγάλο μπόλ γεμάτο με τα αγαπημένα της δημητριακά. Ήμουν έτοιμη να καθήσω μαζί της μα ένα βλέμμα απελπισίας και αδημονίας με σταμάτησε. Γύρισα πίσω μου και είδα το Σαμ να κάθεται δίπλα στο πιάτο του υπενθυμίζοντάς μου ότι έπρεπε να τον ταΐσω. Έπιασα το κουτί με τις αγαπημένες του κροκέτες και τον σέρβιρα μια μεγάλη μερίδα. Έπειτα τον χάιδεψα στο κεφάλι και άλειψα δυο φέτες με μαρμελάδα για να φάω.
ŞİMDİ OKUDUĞUN
Deep
Genç KurguΠέθανε. Κι εκείνη έμεινε κενή. Τα παντα γύρω της καταρρέουν. Βαθια κρυμμένα μυστικά ερχονται στο φως απο τις πιο απόκρυφες γωνιές της σκέψης. Ποιος τον σκότωσε; Γιατι βασανιζεται ετσι; Καλη συνέχεια Λήδα... ή μηπως οχι;