Νέιθαν.

29 3 1
                                    

"Θα ήθελες μία μέρα να βγούμε μαζί;"

Η ερώτηση αιωρήθηκε στον αέρα για αρκετή ώρα. Τόση ώρα, που φάνηκε σαν μία αιωνιότητα. Πάνω που είχε αρχίσει να εμφανίζεται μία σκοτοδίνη γύρω μου, ο Λούκας απάντησε.

"Φυσικά, γιατί όχι;"

Αναστέναξα με ανακούφιση στο μυαλό μου και έξυσα νευρικά το πίσω μέρος του κεφαλιού μου. Ο Λούκας πάντα ήταν ντροπαλός, κοκκίνιζε εύκολα και μπέρδευε τα λόγια του, όμως στην προκειμένη περίπτωση εγώ ήμουν αυτός που δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά.

"Πότε είσαι ελεύθερος;"

Χαμογέλασε ελαφρά, στρέφοντας το βλέμμα του προς το πάτωμα.

"Το σαββατοκύριακο; Ναι... τότε."

Το σαββατοκύριακο. Αυτό ήταν σε τρεις μέρες. Σε τρεις μέρες θα μπορούσα να τον έχω όλο δικό μου, για κάποιο λόγο που δεν ήταν η εργασία μας για το πανεπιστήμιο. Όταν έφυγε, κλειδώθηκα στο δωμάτιό μου και έχωσα το κεφάλι μου στο μαξιλάρι μου, προσπαθώντας να μην ουρλιάξω από τη χαρά μου.

Στη συνέχεια γέμισα με ανησυχίες. Ο Λούκας δεν πρέπει να είχε καταλάβει πως μόλις του είχα ζητήσει να βγούμε ραντεβού. Θα το θεωρούσε σαν μια απλή βόλτα, δύο φίλοι που περνούν καλά. Ποτέ δεν μπορώ να καταλάβω τι σκέφτονται οι άλλοι. Όταν όμως προσπαθώ να κοιτάξω μέσα στο κεφάλι του Λούκας, βλέπω ένα κενό. Η έκφρασή του αλλάζει μονάχα όταν βλέπει κάτι που του αρέσει (τα χείλη του σχηματίζουν ένα μικρό χαμόγελο) ή όταν μπερδεύεται (ζαρώνει τα φρύδια του και γυρνά ελαφρά το κεφάλι του στο πλάι). Τελικά κατέληξα να σκέφτομαι πάλι αυτόν, χωμένος ανάμεσα στα σκεπάσματά μου. Πότε άρχισε να μου συμβαίνει αυτό;

Eine Kleine.Wo Geschichten leben. Entdecke jetzt