Λούκας.

23 2 7
                                    

Τι είχε μόλις συμβεί; Είχαμε φιληθεί. Δημοσίως. Στο μυαλό μου είχα πάντα τα φιλιά ως κάτι πιο προσωπικό... όμως βαθιά μέσα μου ήθελα περισσότερα. Τα χείλη του, όπως και ολόκληρο το σώμα του, ήταν τόσο ζεστά όταν με φιλούσε. Κράτησε περισσότερο απ'όσο έπρεπε. Ένοιωθα άσχημα που τον σταμάτησα, αλλά γνώριζα καλά πως ο περισσότερος κόσμος δεν θα εκτιμούσε δύο άντρες να φιλιούνται έτσι έξω στον δρόμο.

Ο δρόμος προς το σπίτι μου ήταν ατέλειωτος, ανυπόφορος. Οι γλάροι έκρωζαν πάνω από τα κεφάλια μας. Για κάποιον λόγο με ηρεμούσε πάντα ο ήχος των γλάρων. Μου θύμιζε πως κάπου κοντά υπήρχε η θάλασσα. Δεν λέγαμε τίποτα. Περπατούσαμε βιαστικά, σαν να θέλαμε να γυρίσουμε σπίτι το συντομότερο δυνατόν. Αναρωτήθηκα αν τα πράγματα εξελίσσονταν πολύ γρήγορα. Τη μία στιγμή τον γνώρισα κατά τύχη, μετά οι εργασία για το πανεπιστήμιο, οι συνεχείς επισκέψεις στο σπίτι του, οι κλεφτές ματιές εδώ και εκεί, και τώρα αυτό. Προτού το καταλάβω, είχαμε φτάσει.

Ανεβήκαμε τα σκαλιά της πολυκατοικίας και κάθε βήμα αντηχούσε σε όλο το χώρο. Ξεκλείδωσα βιαστικά και τον άφησα να μπει πρώτος μέσα. Έβγαλα τα παπούτσια μου και αυτός με μιμήθηκε. Στη συνέχεια έβγαλα και το μπουφάν μου και το κρέμασα, νευοντάς του πως ήταν εντάξει να κάνει το ίδιο. Φορούσε ένα ωραίο λεπτό σκούρο μπλε πουλόβερ το οποίο δυστυχώς δεν αναδείκνυε τα ωραία, μυώδη χέρια του.

Ο Νέιθαν χαμογέλασε ελαφρά και έβαλε τα χέρια του γύρω από τον λαιμό μου, σκύβοντας για άλλο ένα φιλί. Τον σταμάτησα τελευταία στιγμή.

"Περίμενε." Ανασήκωσε τα φρύδια του απορημένος. "Θέλω...να πάω τουαλέτα. Μπορείς να κάτσεις στον καναπέ. Θα γυρίσω."

Ο Νέιθαν ηρέμησε και κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Πήγα στην τουαλέτα, έκανα την δουλειά μου και κοιτάχτηκα στο καθρέφτη ενώ έπλενα τα χέρια μου. Έτσι ήταν τα μαλλιά μου τόση ώρα; Και ήμουν τόσο κόκκινος; Και δεν φάνηκε να τον νοιάζει; Ίσιωσα λιγάκι τις αδέσποτες τούφες και βγήκα έξω.

Ο Νέιθαν καθόταν στον καναπέ. Φαινόταν να έχει βολευτεί. Η Βελούρια είχε απλωθεί πάνω στα πόδια του και αυτός την χάιδευε. Γουργούριζε ευτυχισμένη. Και εγώ θα ήμουν, αν είχα ακουμπήσει το κεφάλι μου στα πόδια του και μου χάιδευε τα μαλλιά. Μόλις με είδε, χαμογέλασε. Έκατσα δίπλα του και έδιωξα την Βελούρια χωρίς ενοχές.

Ο Νέιθαν τύλιξε ένα του χέρι γύρω από την μέση μου.

"Λοιπόν... τι θα κάνουμε τώρα;"

Eine Kleine.Donde viven las historias. Descúbrelo ahora