~Κεφάλαιο 1ο~

197 24 8
                                    

'Εάν είναι γραφτό, η μοίρα θα σας φέρει ξανά μαζί.' Πολύς κόσμος τη χρησιμοποιεί αυτή τη φράση με σκοπό πάντα τη συμπαράσταση. Υπάρχει όμως μία μεγάλη παγίδα. Πραγματικά, πόσο αφελής θα μπορούσα να είμαι για να πιστέψω κάτι τέτοιο. Η μοίρα δεν λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο. Δεν είμαι σίγουρη αν υπάρχει στα αλήθεια κάτι τέτοιο. 'Η μοίρα είναι κάτι το οποίο παρατηρεί τους ανθρώπους από ψηλά', 'Η μοίρα δεν είναι οι επιλογές που κάνουμε', 'Η μοίρα έχει πέντε δάχτυλα και μετακινεί τους ανθρώπους σαν πιόνια από σκάκι'. Αλήθεια, ποιος μας τα έμαθε όλα αυτά; Ποιος κατάφερε να μας πείσει ότι μας δόθηκε ένα μυαλό και μια καρδιά, αλλά δεν ήταν δικά μας για να τα χρησιμοποιήσουμε. Ότι οι πράξεις μας δεν καθορίζουν το τι θα απογίνουμε στη συνέχεια. Μερικές φορές θέλω να φωνάξω, να ουρλιάξω. Εμείς είμαστε! Μόνο εμείς μπορούμε να μας φέρουμε ξανά μαζί. Παρ' όλα αυτά παρέμεινα σιωπηλή, με χείλη τρεμάμενα στο πρόσωπό μου. Είναι κάτι τόσο τραγικό, όταν μπορείς να το δεις ξεκάθαρα, αλλά κανείς άλλος δεν μπορεί μέχρι να το ζήσει ο ίδιος.

Όλα αυτά τα 'πιστεύω' υπήρχαν μέχρι να δω κι εγώ η ίδια την αλήθεια. Ή μάλλον... μέχρι να τη ζήσω. Η πραγματικότητα χτύπησε το μυαλό σαν σφαίρα δημιουργώντας το απόλυτο μούδιασμα σε όλα μου τα συναισθήματα. Μπορεί να πέρασαν μονάχα εικοσιτέσσερις ώρες από εκείνη τη θλιβερή στιγμή, αλλά το βράδυ, όταν το σκοτάδι πλημμύρισε το παλιό μου δωμάτιο, όταν όλοι κοιμόντουσαν, εγώ συνέχισα να σκέφτομαι. Ένας πόλεμος διαδραματιζόταν στο μυαλό μου κι εγώ έδινα μάχη για να βρω την έξοδο του λαβύρινθου. Το μυαλό, αυτό ήταν και είναι ο λαβύρινθος. Σκέφτομαι κάθε απλή στιγμή, κάθε λεπτομέρεια. Προσπαθώ να σταματήσω, αλλά είναι ασταμάτητο. Το ξέρω ότι εγώ φταίω, κι αυτό γιατί κανείς δεν θα νιώσει τόσο διαλυμένος όσο εγώ. Έκλαιγα ήσυχα. Αθόρυβα αναφιλητά έκοβαν σε κομμάτια τη καρδιά μου. Όσο μουδιασμένη κι αν ήμουν, ένιωθα κάθε κόψιμο που τη διαπερνούσε. Ήξερα ότι σε κάθε τέλος και αρχή υπήρχε εκείνος, αλλά ήμουν χαμένη. Βρέθηκα παγιδευμένη σε έναν εφιάλτη που έφτιαξα εγώ η ίδια και τώρα καλούμαι να τον βιώσω.

Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη στιγμή που πάτησα ξανά το πόδι μου στην Ελλάδα. Το μόνο που ένιωσα ήταν το απόλυτο κενό. Κατρακύλησε μέσα μου σαν χείμαρρος έτοιμος να με πνίξει, να με τραβήξει στα έγκατα της διαλυμένης μου ψυχής. Νόμιζα ότι θα έβλεπα μέσα στο σκοτάδι τον ίδιο μου τον εαυτό να φωνάζει βοήθεια. Στην εικόνα των γονιών μου όμως συνειδητοποίησα ότι μόνο τα δικά τους χέρια κατάφεραν και με έσωσαν. Με τράβηξαν λίγο πριν το χάος και βρέθηκα στην αγκαλιά τους προσπαθώντας να κολλήσω μερικά κομμάτια μου. Ωστόσο όταν με άφησαν από το στοργικό κράτημά τους, αισθάνθηκα πάλι τον εαυτό μου να βυθίζεται στο σκοτάδι και να καθρεφτίζεται μπροστά στα μάτια μου η σκληρή πραγματικότητα. Δεν έβλεπα τίποτα άλλο παρά μόνο αυτό που υπέθεσα. Η όψη μου μαυρισμένη από το πόνο. Κλεισμένη σε ένα μικρό γυάλινο κουτί να προσπαθεί να βγει έξω για να ανασάνει θέλοντας μόνο να σπάσει το γυαλί, να ουρλιάζει για βοήθεια. Δεν είχα τη δύναμη να κάνω τίποτα, δεν μπορούσα να βοηθήσω τον ίδιο μου τον εαυτό, τα χέρια μου ήταν δεμένα και δεν ήταν κανείς δίπλα μου, ούτε καν εγώ η ίδια.

Συνθέτοντας τον έρωτα... [H.S. & X❤O]Where stories live. Discover now