Του έλειπε ο Εζρα. Όσο και να μην ήθελε να το παραδεχτεί στον εαυτό του, του έλειπε. Αλλά ο Εζρα ήταν ο λόγος που τώρα ο ίδιος ήταν κολλημένος εδώ, σε αυτό το μικρό, λευκό κελί. Μα πως μπορούσε να μην του λείπει, είχαν περάσει τα τελευταία τρία χρόνια μαζί . Τον αγαπούσε, αλλά είχε πληγωθεί. Τώρα ήταν προφανές πώς δεν τον ήξερε όσο ήθελε να πιστεύει. Θα μπορούσε να έχει πέσει τόσο έξω? Ο Εζρα, που υποστήριζε οικονομικά τόσες φιλανθρωπικό οργανώσεις μπορούσε να υποστηρίζει και αυτο το τερατώδες σχέδιο? Ο Εζρα που έμενε κοντά του όταν ήταν άρρωστος και τον ταΐζε σούπες και τον φιλούσε στο μέτωπο μπορούσε να τον πρόδωσε έτσι εύκολα?
Ο Κρις ήταν πληγωμένος, μα για να μην νοιώθει τον πόνο, αποφάσισε να αφησει τον θυμό να τον κυριεύσει. Έτσι δεν χρειαζόταν να παραδεχτεί στον εαυτό του πως του έλειπε η συντροφιά του Εζρα. Πως του έλειπε η ζεστασιά της αγκαλιάς του και των φιλιών του. Όχι, αυτό που ήθελε ήταν να τον πληγώσει όπως τον είχε πληγώσει και αυτός. Ηταν υγιής αυτή η νοοτροπία? Πιθανότατα όχι, το ήξερε αυτό, αλλά ήταν καλύτερη από τον πόνο.
Εκτός απο θυμό όμως, ένιωθε και φόβο. Είχε πάρει την απόφασή του αλλα με ποιες επιπτώσεις? Δεν ήξερε τι θα του συνέβαινε , πως θα προσπαθούσαν να του αλλάξουν γνώμη. Αυτό που του συνέβη δεν ήταν σύλληψη. Δεν είχε καμία σχέση με την υπακοή στον νόμο. Ήταν απαγωγή. Και δεν γνώριζε τι θα του έφερνε το αύριο. Έτρεμε την επόμενη φορά που θα άνοιγε η πόρτα. Δεν μπορούσε να κλείσει μάτι.
Λίγες ώρες αργότερα κάποιος πέρασε έναν μεταλλικό δίσκο φαγητού απο την σχισμή της πόρτας . Ο Κρις τον πήρε° μεσα ειχε δύο τοστ φυστικοβούτυρου - μαρμελάδας και ενα μπουκάλι νερό. Άρα, συμπέρανε ο Κρις, θα έπρεπε να είναι πρωί. Φαινομενικά αιώνες πέρασαν ως την άφιξη του επόμενου γεύματος° ρύζι, μπρόκολο και ενα μπουκάλι νερό.
Κάποια στιγμή το απόγευμα η πόρτα άνοιξε και μέσα μπήκαν δύο ειδικοί. Σε αντίθεση με την γυναίκα, που τον είχε οδηγήσει στο ανακριτήριο, οι ειδικοί τον οδήγησαν σε ενα δωμάτιο, στο κέντρο του οποίου υπήρχε μια δερμάτινη καρέκλα, σαν αυτή που σε εξετάζει ο οφθαλμίατρος. Στις άκρες υπήρχαν δερμάτινα λουριά. Στην θέα της καρέκλας ο Κρις πανικοβλήθηκε, πρόσεξε όμως να μην το δείξει.
Ασχολούμενη με κάτι στην άκρη του δωματίου ήταν μια γυναίκα. Είχε έντονα κόκκινα μαλλιά και ματιά ψυχρά γαλανά. Το ανάστημά της δεν περνούσε το 1.60, μα φαινόταν σκλήρη.
Έδεσε τον Κρις στην καρέκλα, περνώντας λουριά στους αστράγαλους, στους καρπούς και στον λαιμό του. Πάει, την γάμησε, σκευτηκε, αυτό ήταν. Η γυναίκα προσάρμοσε την καρέκλα, ώστε ο Κρις να βρίσκεται σχεδόν ξαπλωμένος, με τα πόδια λίγο πιο ανασηκωμένα από το κεφάλι. Έπειτα τοποθέτησε κάποιου είδους ύφασμα στο πρόσωπό του. Μετά από λίγο, νερό άρχισε να τρέχει πάνω στο ύφασμα. Ο Κρις πανικοβλήθηκε, προσπάθησε να κρατήσει την αναπνοή του όσο πιο πολύ μπορούσε αλλά μετά από λίγο οι πνεύμονες του άρχισαν να καίνε. Έτσι πήρε μία ανάσα, την οποία γρήγορα μετάνιωσε, όταν ένιωσε το νερό να περνάει στους πνεύμονες του. Πήρε κι άλλη ανάσα, μα πάλι αέρας δεν πέρασε. Τον έπνιγαν° δεν ήξερε πόσο μπορούσε να αντέξει αλλά μετά από λίγη ώρα η γυναίκα σήκωσε το ύφασμα και ο Κρις μπόρεσε να πάρει δυο-τρεις ανάσες, πριν το ξανά τοποθετήσει πάνω στο πρόσωπό του.
Ήξερε πως δεν υπήρχε περίπτωση να πνιγεί στα αλήθεια, πως προσπαθούσαν να τον αναγκάσουν να συνεργαστεί μαζί τους, να τους βοηθήσει να βρουν το αντίδοτο στην ανοσία. Όμως τα ξέχασε ολα αυτά όταν ο φόβος του πνιγμού πλημμύρισε το μυαλό του.
Αυτό το μοτίβο συνεχίστηκε για αρκετά λεπτά. Τον ασφυκτιούσαν για περίπου ένα λεπτό και μετά του επέτρεπαν να πάρει δυο-τρεις ανάσες πριν ξανά τοποθετήσουν το ύφασμα στο πρόσωπό του και αρχίσει πάλι να πνιγεται.
Όταν επιτέλους το βασανιστήριο τελειωσε, ο Κρις ειχε ξεχασει που βρισκοταν. Ίσως να ήταν η έλλειψη οξυγόνου, ίσως να ήταν ο τρομος του πνιγμού μα τα πάντα ήταν θολά στο μυαλό του. Ίσα ίσα το κατάλαβε όταν τον έλυσαν από την καρέκλα, και ήταν τόσο αδύναμος που χρειάστηκε να τον σύρουν ως το ανακριτήριο.
Και μέσα βρισκόταν καθισμένος ο διοικητης περιμένοντας τον με ένα ύφος ηρεμίας και γαληνης, λες και ο Κρις δεν είχε μόλις περάσει την πιο τραυματική εμπειρία της ζωής του. Αυτόν τον μπάσταρδο, σκέφτηκε ο Κρις, θα ήθελε πολύ να τον πλακώσει στο ξύλο. Μα πάλι κάθισε απέναντί του ήρεμος, σαν να μην έτρεχε τίποτα. Οχι, δεν θα του έδινε την ευχαρίστηση. Μπορεί η μπλούζα του να ήταν ακόμα υγρή, μπορεί να δυσκολευόταν να πάρει ανάσες, μα δεν θα υπέκυπτε.
"Λοιπον, άλλαξες γνώμη?" είπε και τον κοίταξε με ένα αθώο χαμόγελο.
"Ναι, θα σας βοηθησω" απάντησε ο Κρις.
"Εξοχα!" αναφώνησε ο άντρας.
"Αν" τον διέκοψε ο Κρις, "Μου επιτρέψετε να μιλήσω στον Εζρα. Ιδιαιτέρως. Δεν θέλω κάμερες η μικρόφωνα να μας ηχογραφούν. Συναισθηματικά θέματα, αν με πιάνετε"
Ο διοικητής το σκέφτηκε για μια στιγμή, αλλά τελικά συμφώνησε. Άλλωστε τι θα μπορούσε να κάνει?
YOU ARE READING
Τι Μας Φέρνει Το Αύριο
Science FictionΟ Κρίστιαν ζει στην Νέα Υόρκη του 2029, λιγο πριν απο την αρχή του 3ου παγκοσμίου πολέμου. Τα εχει ολα... σημερα. Γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι θα φέρει το αύριο.