~IX~

22 6 0
                                    

R A P U N Z E L

Καμιά φορά νιώθω ότι κοιτάω αυτή την γιγάντια τηλεόραση μες στο σκοτάδι και τίποτα άλλο. Αν θέλω να γυρίσω το κεφάλι μου απ'την άλλη, θα παίξει κάτι τόσο δελεαστικό που δεν θα μπορέσω να μην κοιτάξω. Είναι σαν να μου κάνει πλύση εγκεφάλου και να με αναγκάζει να μείνω εδώ, να μην κουνηθώ από την θέση μου, να μην αναρωτηθώ αν υπάρχει κάτι περισσότερο απ'ότι αυτή η τηλεόραση.

Έτσι είναι ο κόσμος στον οποίο ζω.

Είμαι αναγκασμένη να ακολουθώ μια ρουτίνα, όπως τους υπόλοιπους, να μαθαίνω αυτά που θέλει το σχολείο μου να ξέρω, να κάνω αυτά που οι γονείς μου επιτρέπουν, να γράφω αυτά που θέλουν οι άλλοι να διαβάσουν. Είμαι σαν μια μαριονέτα πεταμένη σε έναν σκουπιδότοπο και μπορώ να δω τον γκρεμό, στον οποίο προορίζομαι. Νιώθω τα σχοινιά γαζωμένα στα μπράτσα μου, να με κινούν όπου θέλουν, χωρίς να έχω την δύναμη της θέλησης να τα σχίσω.

Φοβάμαι.

Γιατί;

Επειδή δεν ξέρω τι θα αντιμετωπίσω όταν εναντιωθώ σε αυτό το κακό. Δεν ξέρω τι θα δω, τι θα συναντήσω, πως θα νιώσω. Είμαι τόσο "βολεμένη" σε αυτή την φωλιά την οποία μου έχουν χτίσει που δεν ξέρω τι είναι το κρύο ή πώς να προσαρμοστώ σε εκείνο. Με λίγα λόγια, είμαι κι εγώ μια από εκείνους τους ονειροπόλους, που πετάει στις σκέψεις της και ζει ευτυχισμένα εκεί, αγνοώντας τι γίνεται γύρω της.

Τα βήματα μου είναι ελαφριά, ενώ χοροπηδάω σαν το λαγουδάκι στους μονότονους δρόμους της πόλης. Εγώ γεννήθηκα με χρώμα, αντιθέτως με τους υπόλοιπους κατοίκους. Για κάποιους είναι ευλογία, για κάποιους είναι κατάρα. Το χρώμα σε αυτή την γκρι πόλη γεμάτο βρωμιές, κακίες, καπνούς και ασχήμιες, είναι σαν τον ήλιο στην πιο σκοτεινή σπηλιά της Γης. Εγώ πάλι, δεν ξέρω πώς να το πάρω. Δεν ξέρω τι κάνω σε αυτό το μέρος, δεν ξέρω αν ποτέ θα θελήσει να με δεχτεί, το ξέρω όμως ότι είμαι αναγκασμένη να ζω εδώ.

«Πρόσεχε, μικρή», γρυλίζει ένας που με προσπερνά, ρίχνοντας όλα μου τα βιβλία κάτω.

Αν και δεν φταίω, του ζητώ συγγνώμη. Δεν αφήνω την κακιά πλευρά μου να με λερώσει και να με κάνει σαν αυτούς. Δεν θέλω ούτε να σκέφτομαι πως θα ήταν να ήμουν έτσι. Διαφέρω και, αν και με απομακρύνει από τα πάντα, το αποδέχομαι. Είμαι το μοναδικό πράγμα, του οποίου το δέρμα είναι στολισμένο με μπλε, κόκκινο, κίτρινο, πράσινο, πορτοκαλί, άσπρο, μαύρο, ροζ, μοβ, όλα τα υπέροχα χρώματα.

Μαζεύω τα τετράδια ζωγραφικής από τον πεζόδρομο και συνεχίζω να περπατάω κανονικά αυτή την φορά. Τα ακουμπώ στο στήθος μου και τα αγκαλιάζω σφιχτά, προσπαθώντας να αποφύγω να ξανασυμβεί κάτι τέτοιο. Αυτά τα τετράδια είναι η ζωή μου, τα μοναδικά που μου υπενθυμίζουν ότι το χρώμα είναι πιο όμορφο από την μονοτονία.

Χτυπάω τον ώμο μου σε κάτι και σηκώνω το κεφάλι μου να αντικρίσω τι ήταν. Άλλο ένα σώμα κρέμεται από την λάμπα του δρόμου. Τα μάτια της άψυχης κοπέλας κοιτούν κάπου μακριά, σαν να ψάχνουν να βρουν την ελπίδα την οποία είχε χάσει καιρό τώρα. Το σώμα της κουνιέται ελαφρώς από το τράνταγμα που προκλήθηκε την στιγμή που με ακούμπησε και αυτό κάνει το θέαμα πιο απαίσιο απ'ότι μπορεί να το φανταστεί κανείς.

Κατεβάζω το κεφάλι μου με βουρκωμένα μάτια και σφίγγω κι άλλο τα τετράδια στην αγκαλιά μου. Αυτή η πόλη έχει χαθεί καιρό τώρα. Κανείς δεν νοιάζεται για κανένα, όπως κανείς δεν νοιάστηκε για την κοπέλα, λίγα χρόνια μεγαλύτερη μου, η οποία δεν άντεξε άλλο την μιζέρια. Αυτό με κάνει να μην θέλω να έχω χρώματα καμιά φορά. Με κάνει να θέλω να είμαι μια σαν αυτούς για να μην με κοιτούν με αυτό το στραβό βλέμμα κάθε φορά που τους φωτίζω ελάχιστα.

Δεν έχω ούτε δεκατρία χρόνια σε αυτόν τον κόσμο, και έχω δει τόσους και τόσους ανθρώπους να τα παρατάνε. Τους βλέπω να βάζουν τέλος στην ζωή τους, τους βλέπω να χτυπιούνται και να αιμορραγούν σε μια άκρη μόνοι τους, τους βλέπω να κλαίνε με λυγμούς, να τσακώνονται, να υποφέρουν, να... να... να... ΝΑ!

Να είναι γκρι...

Και εγώ να είμαι χρωματιστή και να μην μπορώ να κάνω τίποτα γι'αυτούς, παρά να τους βλέπω.

Η πρώτη στροφή δεξιά με φτάνει σπίτι. Ανοίγω την καγκελόπορτα, ενώ με το άλλο χέρι κρατάω τις ζωγραφιές μου, και την κλείνω απαλά. Προσπερνάω τον αγκαθωτό κήπο και καταφέρνω να σταθώ μπροστά απ'την πόρτα. Δεν χτυπάω. Δεν είναι ανάγκη, αφού σε αυτό τον κόσμο όσο και να αποφύγεις το κακό, εκείνο θα είναι πάντα στην σκιά και θα σου επιτεθεί απρόσμενα.

Η μαμά τσιρίζει, ο μπαμπάς φωνάζει, τα τζάμια σπάνε και εγώ δακρύζω.

Μια καθημερινότητα που από μωρό ακόμα την θυμάμαι. Δεν ξέρω αν με πειράζει πια. Νομίζω το έχω συνηθίσει. Έτσι είναι τα πάντα σε αυτό τον κόσμο, μονότονα και αρνητικά. Δεν ξαφνιάζομαι που οι γονείς μου, γκρι και αυτοί, έχουν αυτή την νοοτροπία. Δεν με ξαφνιάζει που δεν έχουν χώρο για την αγάπη στην καρδιά τους ή που ζηλεύουν το γεγονός ότι εγώ έχω όλα αυτά τα χρώματα πάνω μου, μπερδεμένα στο δέρμα μου ακατάστατα.

Ανεβαίνω τα σκαλιά και εκείνα τρίζουν σαν να υποφέρουν κι εκείνα σε αυτόν τον κόσμο. Είναι άψυχα, αλλά τα συμπονώ τόσο πολύ. Είναι απαίσιο να έχεις μια τέτοια καθημερινότητα, ενώ το μόνο που έχεις στο μυαλό σου είναι το χρώμα. Δεν μπορώ εγώ να αλλάξω όλους αυτούς τους γκρι ανθρώπους, όταν...

Όταν έχω αρχίσει να χάνω το χρώμα μου και να γίνομαι ένα με αυτούς.

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Mar 09, 2022 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Aesthetic Poems [✔]Where stories live. Discover now