Κεφάλαιο 7

18 4 0
                                    

Τελείωσα  να του διαβάζω το γράμμα και το άφησα στο τραπεζάκι που βρισκόταν δίπλα στο νοσοκομειακό  κρεβάτι του.
Του άγγιξα το ιδρωμένο του πρόσωπο, εκείνος έκανε μια κίνηση προς το χέρι μου.
Μου φαινόταν πως είχε ακούσει το γράμμα που του διάβαζα ή έστω να είχε ακούσει κομματάκια , διότι όλη την ώρα  ήταν ανήσυχος. Και έχω μια ιδέα πως ψυθίριζε  προσπαθώντας να πει κάτι, το οποίο τον βασάνιζε από μέσα. Ή μπορεί να ήταν απλά ο πολύ υψηλός του πυρετός, ο οποίος δεν κατέβαινε.
Μετέφερα απαλά το χέρι μου στο καταϊδρωμένο  του πρόσωπο και έπειτα στα σχεδόν μούσκεμα μαύρα μαλλιά του. Κούνησε ξανά το κεφάλι του και το δεξί μου χέρι βρέθηκε  μπροστά απο τη μύτη του, με την οποία δεν ανάσανε  καθόλου. Αυτό ήταν πολύ ανησυχητικό.
Ακούμπησα το αριστερό μου χέρι στα μαλλιά του και τα χάιδεψα απαλά. Παρατηρούσα πως το κατάλευκο λευκό του πρόσωπο, που φαινόταν τόσο αφύσικο στα μάτια μου, άρχισε να χαλαρώνει σιγά σιγά. Μου φαινόταν τόσο, μα τόσο  παράλογο που φαινόταν τόσο μικρός, μικρότερος για τα δεκοχτώ του χρόνια. Ήταν τόσο μικρός...να...φύγει...για πάντα.
Του παράδωσα ένα φιλί στο μέτωπο του  όσο γινόταν πιο τρυφέρο  και γλυκό. Έβλεπα ότι βασανιζόταν...τόσο πολύ. Μα ακόμα ήλπιζα. Γιατί η αγάπη πάντα Τελαυταία πεθαίνει.
Του χάιδεψα ακόμα τα μαλλιά του, τα οποία ήταν ένα σκέτο χάος, απο την μια άκρη στη άλλη. Έπιασα απαλά το δεξί του χέρι και το κρατούσα σφιχτά . Τον αγαπώ...και δεν φανταζόμουν να τον χάσω. Δεν φανταζόμουνα τη ζωή μετά...από αυτό. Είδη τώρα ζούσα εφιάλτη να τον βλέπω...έστι.
Ακούμπησα απαλά το κεφάλι μου κοντά στο καρδιά του, για να ακούσω έστω για λίγο  το πολυ αδύναμο χτύπο της καρδιάς του. Πονάω μαζί του...πονάω...ας σταματήσει ο πόνος του.
Σήκωσα το κεφάλι μου αν το κοιτάξω και προς την στεναχώρια μου αντίκριζα μονάχα τα κλειστά του ματάκια.
Του φίλησα  το μαγουλάκι του, το οποίο απέκτησε μια γεύση πολύ αλμυρή.
Άρχισα να τον βλέπω να τρέμει. Ο πυρετός του ήξερα ότι ανεβαίνει. Έτρεμε τόσο πολύ...τόσο πολύ.
Προσπαθούσα να τον καθησυχάσω.
Και του νανούρισα το αγαπημένο του νανούρισμα από τότε που ήταν μικρός, "Το πεσμένο αστεράκι."

Το αστεράκι το γλυκό έπεσε κάτω,
να δει την αγάπη στα μάτια των ανθρώπων.
Το πεσμένο αστεράκι έπαιζε στα λιβάδια και τις λίμνες.
Τη νύχτα χόρευε και χαιρόταν να ήταν κάτω στη γη.
Κάποτε ήθελε να γυρίσει πίσω.
Στον ουρανό.

Σταμάτησα γιατί άρχισε να  βήχει τρομερά.

"Έλα Ορφεάκι...έλα...ησύχασε...ησύχασε."

Του χαμογέλασα, παρόλο που δεν μπορούσε να του δει.
Του χάιδεψα ξανά τα μαλλιά με ένα τρόπου τρυφερό.

"Ορφεάκι...ησύχασε...είμαι εδώ...σε αγαπώ...θα είναι εδώ...Ορφεάκι."

Και τότε έκανα κάτι που δεν εξηγείται...μάλλον. Ήταν ένστικτο, κάτι που απλά προέκυψε από μέσα μου.

Ακούμπησα απαλά τα χείλη στα δικά του. Ήταν το κάτι μοναδικό...το κάτι το οποία δεν εξηγείται...μόνο νιώθεται. Το πρώτο φιλί μας...το πρώτο μας φιλί. Τα πρησμένα του χείλη είχαν μια γεύση αντιβιοτικού, αλλά αυτό δεν ενόχλησε καθόλου. Ήταν όμως τόσο γλυκά και ξεχωριστά.

Σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα. Δεν κουνιόταν πια.

Και συνέχισα απαλά να τραγουδώ στίχους που τώρα έβγαιναν μέσα από την καρδιά μου.

Μην κλαις από πόνο.
Από θλίψη δεν υπάρχει λόγος.
Άνα είναι να κλάψεις, κλάψε για τη χαρά, αγάπη μου.
Αγάπη μου.

Ακούμπησα το κεφάλι μου δίπλα στο δικό του στα δεξιά του. Η μύτη μου ήταν τόσο κοντά στο μαγουλό που το ακουμπούσε.

"Ορφεάκι..."

Και άφησα το ένα χέρι στο ένα του χέρι.
Και άρχισε και έμενα να με παίρνει ο ύπνος.
Την τελευταία μου σκέψη πριν από το ύπνο ήταν...
εκείνος.

"Αγαπημένε μου!" [Διήγημα] Where stories live. Discover now