Ησουν ο χειρότερος κλέφτης. Πήρες την καρδιά μου και σαν μην είχε αξία την πούλησες.
Η Γωγω καθόταν με τον Ίων, την Αλικη και τον Άγγελο και έπαιζαν χαρτιά. Δεν είχε πάρει πολύ καιρό στον Άγγελο να γίνει ένα με την παρέα. Βασικά του είχε πάρει λιγότερο από μια ώρα, και η Γωγω δεν ήξερε αν της άρεσε αυτό ή όχι. Φαινόταν καλό παιδί αλλά η αμηχανία και η ντροπή της δεν την άφηναν να του μιλησει, πόσο μάλλον να αναπτύξει μια οποιαδήποτε σχέση μαζί του.
«Βαρέθηκα, » είπε ο Ίων αφήνοντας τα χαρτιά στο τραπέζι. «Κάνουμε κάτι άλλο;» Συνέχισε και κοίταξε τους άλλους.
«Και εγώ εχω αρχίσει να βαριέμαι κάπως. Άσε που δεν υπάρχει νόημα να συνεχίσουμε, η Αλίκη μας νικάει με δέκα πόντους διαφορά.»
Είπε η Γωγω κοιτάζοντας το χαρτί που σημείωναν τους πόντους.«Καλά αν είναι να το διαλύσουμε γιατί και εγώ έχω μια πείνα...Παω να δω τι έχει το ψυγείο.»
Είπε η Αλίκη και αμεσως σηκώθηκε και άρχισε να κατευθύνεται στο εσωτερικό του σπιτιού.Είχαν μείνει πλέον οι τρεις να κοιτιουνται. Η Γωγω προσπαθούσε να μην κοιτάει τον Άγγελο πολύ, γιατί ήξερε πως τα μάγουλα της θα γινοντουσαν κόκκινα. Και απλά κοίταζε μια τον αδερφό της, μια το τραπέζι και μια το κινητό της.
«Θα βαλω μουσική,» είπε ο Ίων και άνοιξε το κινητό του. «Βασικά έχω το ηχείο μου στην βαλίτσα, πάω να το φέρω.» και έφυγε και αυτός.
Η Γωγω άνοιξε το κινητό της και έκανε τάχα πως έστελνε κάπου μήνυμα.
«Και για πες Γωγω... Τί νέα;»
Ρώτησε ο Αγγελος σε μια προσπάθεια να ανοίξει συζήτηση. Και πάλι η Γωγω ένιωθε ανυμπορη να του μιλησει.«Τίποτα μωρέ... Εδώ... Εσύ;»
Είπε και έμπλεξε τα χέρια της μαζί.Ο Αγγελος χαμογέλασε.
«Και εγώ εδώ είμαι. Που αλλού να ήμουν;» της είπε και πήγε πιο κοντά της.«Σωστά...»
Απάντησε η Γωγω. Συνέχιζε να κοιτάει το πάτωμα σαν ήταν το πιο ενδιαφέρον θέαμα στον κόσμο.« Θες σήμερα το βράδυ να βγούμε; Και τα παιδιά μαζί φυσικά... Έχω κάτι φίλους εδώ ξερεις, να γνωριστητε με τα παιδιά της περιοχής. Είναι πολύ καλά παιδιά... Τον περισσότερο καιρό. Ο ένας κάνει ένα παρτυ και με κάλεσε, αλλά δεν θα έχει θέμα να φέρω και εσάς.»