Chapter 4

14 3 0
                                    

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου.
Ο καιρός ήταν μουντός. Σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο επειδή άκουσε βροντές. Άνοιξε λίγο το πατζούρι για να δει εάν έβρεχε ακόμα ή όχι. Έριχνε καρεκλοπόδαρα. Πήγε στην ντουλάπα της και πήρε μια μάλλινη μπλούζα και ένα τζιν. Ρώτησε τη μαμά της εάν έχει καμία περίσσια ομπρέλα να της δώσει. Ξεκίνησε για το λεωφορείο. Στο δρόμο άκουγε ένα υπέροχο τραγούδι.

Σήμερα στο σχολείο ήταν η πρώτη μέρα σίτισης. Μας έφεραν πρωινό από ένα κέτερινγκ, σάντουιτς για την ακρίβεια. Στο μεγάλο διάλειμμα, ο Θησέας με τον Προμηθέα ήταν έξω από την τάξη και μιλούσαν. Μετά από λίγο ήρθε η Μαρία και κρατούσε ένα μπαλάκι του τέννις. Ο Θησέας της το πήρε και άρχισε να τρέχει. Η Κάτια τον κυνήγησε και ο Προμηθέας ήταν μαζί του. Έξω στο προαύλιο προσπαθούσε να του το πάρει αλλά δεν την άφηνε. Ο Προμηθέας την πήρε αγκαλιά από πίσω για να μην μπορέσει να του πάρει το μπαλάκι και να ξεφύγει. Ένιωσε τόσο ωραία που ένιωθε τα χέρια του γύρω της...αλλά δεν κράτησε για πολύ. Ο Προμηθέας τραβήχτηκε. Την κοίταξε και τον κοίταξε. Μετά από αυτό δεν μίλησαν μέχρι να σχολάσουν. Αντάλλαξαν μόνο ματιές και ένα "καλό μεσημέρι". Στο σπίτι η Κάτια, αφού είχε διαβάσει, αποφάσισε να κάνει την κίνηση. Να πει τι νιώθει στον Προμηθέα:
Γεια σου!
Γεια
Τι κάνεις;
Καλά εσύ;
Καλά και γω.
Εκεί σταμάτησε δεν μπορούσε να γράψει άλλο. Έκλεισε το κινητό και άρχισε πάλι να κλαίει. Ξάπλωσε και σκεπάστηκε στα ζεστά. Έβαλε μουσική. Σε δέκα λεπτά την είχε πάρει ο ύπνος.

Can't Go BackWhere stories live. Discover now