Κεφάλαιο 21

42 6 3
                                    

Η Δάφνη σκούντησε απαλά την Ηρώ.
''Κακέ καρφώνεσαιι!'' είπε και την πήγε λίγο παραπέρα, να της μιλήσει.

Περπατούσαν και οι δύο ξυπόλητες φορώντας μόνο τα μαγιό, τα πόδια ακουμπούσαν και λυτρώνονταν πάνω στην απαλή χρυσαφιά άμμο, τα μάτια γέμιζαν με το είδωλο της θάλασσας..

"Καλέ τι έγινε μας άρεσε ο Αλεξάκος?" Της είπε η Δάφνη.
Η Ηρώ κοκκινίζοντας και μασώντας τα λόγια της είπε
"Εμ-εμ όχι καλέ τι είναι...α-αυτά που λες...?"
"Φιλενάδα, σε έμαθα πια, σε ξέρω καλά. Όταν κομπιάζεις νιώθεις απερίγραπτη αμηχανία! Πες μουυυ πεθαίνω να μάθω!!"
"Καλά μπορεί και να μ'αρέσει...πάντως δεν ξέρω, τώρα το γνώρισα το παιδί!"
Η Δάφνη γέλασε, γέλασαν ως και τα μάτια της.
"Ηρώ, είναι τόσο υπέροχος χαρακτήρας που λίγο να τον γνωρίσεις δεν θα ξεκολλάς! Απορώ τι θα κάνετε από εδώ και στο εξής που θα περνάτε σχεδόν 24 ώρες το 24ωρο μαζί!!" Της είπε η Δάφνη με πολύ ενθουσιασμό.

"Και πού ξέρεις ότι θέλει να κάνει παρέα μαζί μου? Μπορεί να μένει κολλημένος με τους φίλους του." Είπε η Ηρώ όλο παράπονο και σούφρωσε τα χείλια της.
"ΧΑΧΑΧΧΑΑΧΑ μα αφού είναι ολοφάνερο, σε θέλει ο άνθρωπος!"
"Κα-καλά...πάμε τώρα να βουτήξουμε?"
"Ναι, περίμενε να φωνάξω και τον Άαααλεξ!" Της είπε και άρχισε να χαζογελάει.

Η Ηρώ την τσίμπησε για να πονέσει
"Άουτς! Εγώ φταίω βλαμμένο, που θέλω να σας κάνω και κονέ!"
"Ναι, σταμάτα. Πάμε να κολυμπήσουμε..." Είπε και ολόκληρη είχε ιδρώσει από την αμηχανία, ήθελε να ανοίξει η Γη να την καταπιεί.

"Περιμέντε μεεεεε!" Φώναξε η Νικολέτα και αμέσως, μπήκαν όοοοολοι μαζί και ένα δυνατό ΠΛΑΦ ακούστηκε και στο νερό σχηματίστηκαν μικρά μικρά κύματα.

Η Ηρώ μπήκε με μακροβούτι. Ήξερε πολύ καλό κολύμπι, όταν ζούσε και με τους δυο γονείς της, ο μπαμπάς της της είχε μάθει να πηδά και από βατήρες! Ξαφνικά αναπόλησε τους παλιούς καιρούς, τότε που ζούσε ευτυχισμένα με μια ''ολοκληρωμένη οικογένεια'', με την μαμά της και το μπαμπά της, τότε που όλα ήταν μέλι γάλα και δε χρειαζόταν ''επιδιόρθωση'' η καρδιά της.

Πήρε μεμιάς ένα πολύ μελαγχολικό βλέμμα, κολυμπούσε και κοιτούσε στο υπερπέραν, έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
Ο Άλεξ, κολυμπούσε λίγο πιο πέρα με τον Ορέστη και μιλούσαν για όλη την σχολική χρονιά, τις σκοτούρες και τα βάσανα που αντιμετώπιζαν. Ξαφνικά ο Άλεξ την είδε, είδε την έκφραση του προσώπου της.
Είδε την θλίψη στα μάτια της.

Απότομη αλλαγή συναισθημάτων, δεν ήξερε καν από πού κρατάει η σκούφια της, την κοιτούσε επίμονα όμως, που κάποια στιγμή είπε στον Ορέστη
''Φίλε, περίμενε λίγο εδώ.''
"Πού πας?"
"Ε περίμενε παιδί μου, έρχομαι!" Του είπε και πήγε κοντά της.

Life Change When We Change It. Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora