[6]

30 14 6
                                    


6

Πάει ένας μήνας.
Τον Αλέξη δεν τον έχω ξανά δει.

Μήπως έχει φβ?

Ινστα?

Κάτι?

Θα τον ψάξω.
Πήρα τον υπολογιστή μου και άρχισα να τον ψάχνω.

Νταξ δεν είναι εύκολο.

Δεν λένε μόνο αυτόν Αλέξη.

Χμμμ.

Μισό.
Εδώ.
Αυτός είναι.
Τον βρήκα.
Πάτησα στο προφίλ του.

Αχ θεέ μου.

Τι ωραία φώτο προφίλ που έχει.
Φορούσε ένα τζιν με σκισίματα και μια άσπρη κοντομάνικη μπλούζα.
Μαύρα γυαλιά.
Άγριο μαλλί.
Έπεφτε στο πρόσωπο του.
Κοιτούσε αλλού και ανάμεσα στα χείλη του είχε ενα τσιγάρο.
Καθόταν κάπου.
Ήταν μέρα.
Έκανα ζουμ στα χείλη του.
Τι φουσκωτά και γεμάτα που έχει.
Δάγκωσα αυτόματα το κάτω χείλος μου στην φαντασίωση να με φιλάν.
Πρέπει να είναι πολύ απαλά.
Μόνο αυτήν την εικόνα μου δείχνει.

Να του στείλω αίτημα?

Μπα όχι καλύτερα.

Θα με περάσει για ανώριμο που κάθεται και τον ψάχνει στα Social Media.
Αποθήκευσα την φώτο του.

Πρέπει να βρώ δουλειά.
Με την μετακόμιση έχουν γίνει όλα άνω κάτω.

Ναι μετακόμισα από Los Angeles στην Νεα Υορκη.

Ναι ξέρω δίπλα.

Απλά δεν ήθελα να μείνω μόνη.
Η κολλητή μου -η Ιρις- βρήκε δουλειά εδώ και έτσι έπρεπε να μετακομίσει.
Δεν έχω και κανέναν εκτός τον αδερφό μου πλέον.
Αυτός ζει με την γυναίκα του ακόμα εκεί.
Μα δυστυχώς αυτός...

Όπα εδώ έχει θέσεις ακόμη.
Έστειλα τα χαρτιά μου.
Ουφ μακάρι να με καλέσουν για συνέντευξη.

Άρχισε πάλι να χτυπάει το κουδούνι.
Έκλεισα βιαστικά το παραθυράκι με την φώτο του και πήγα να ανοίξω.
„Έτοιμη? Πάμε?“ τον κοίταξα κάπως.
„Τι εννοείς? Που πάμε?“ ρώτησα μπερδεμένη.
„Είπαμε θα πάμε στις πισίνες σήμερα “

Οχ.

Το ξέχασα.

„Α ναι μισό να βάλω το μαγιό μου και φύγαμε“ είπα βιαστικά και έτρεξα πάνω στο δωμάτιο μου.

Φόρεσα το μαύρο μου μπικίνι από πάνω ενα σορτσάκι και μια μαύρη κολλητή τιραντέ μπλούζα.
Σαγιονάρες.
Γυαλιά.
Κότσο το μαλλί.
Και πάμε.

Κατέβηκα στον Γιάννη.
Είμαστε πολύ καλοί φίλοι από τότε που μετακόμισα εδώ.
„Ετοιμηηη πάμε“

Τι κάνει εκεί?

Είναι στον υπολογιστή μου και κοιτάει κάτι.
Πλησίασα.
Έμεινα.

Οχ.

Οχ.

Οχ.

„Ποιός είναι αυτός?“ με ρώτησε ενω κοιτούσε κάπως την φώτο του Αλέξη.
Δεν μπορώ να πω πώς είναι αυτός που μ'αρέσει.

Σκέψου.

Σκέψου.

„Αααα ο Αλέξης? Είναι ο ξάδερφος μου. Έχει βγεί πολύ ωραία εδώ και έτσι τον έβαλα φόντο στον υπολογιστή χεχε“
Πρέπει να την έβαλα καταλάθος εκεί που την αποθήκευα.
„Αααα μάλιστα“ ξεφύσηξε ανακουφισμένος και σηκώθηκε πάνω.
Πήγα έκλεισα γρήγορα τον υπολογιστή μου.
„Φεύγουμε?“ ρώτησα με ένα γλυκό και αθώο χαμόγελο.
Μου έγνεψε και έτσι φύγαμε και πήγαμε στις πισίνες.

Άφησα τα πράγματα μου σε ένα ντουλαπάκι, πήρα το κλειδί που ηταν σε στυλ βραχιόλι, το φόρεσα και πήγα στις πισίνες, όπου βρέθηκα με τον Γιάννη.

Είναι πολύ όμορφος δεν λέω.
Είναι και αυτός γυμνασμένος.
Έχει σκούρο καφέ μαλλί και καφέ μάτια.
Αλλά αυτό το κλίκ δεν μου το κάνει.
Στην αρχή ήθελε κάτι από εμένα, όμως του ξεκαθάρισα πώς εγώ τον βλέπω φιλικά.
Πρέπει να το κατάλαβε, επειδή δεν μου έχει ξανά μιλήσει για αυτό το θέμα από τότε.
Έτσι ελπίζω τουλάχιστον.

Κοιτούσαμε που θα μπορούσαμε να καθίσουμε.
Ήμασταν σε ένα κλειστό μέρος.
Έξω έψηνε ο ήλιος.
Εκεί που έψαχνα για άδεια ξαπλώστρα είδα κάποιον να βγαίνει από την πισίνα.
Σταμάτησα να περπατάω και έμεινα να τον κοιτάω.
Πρέπει να έχω μείνει με το στόμα ανοιχτό.

𝕭𝖗𝖔𝖐𝖊𝖓Where stories live. Discover now