[7]

25 13 0
                                    

7

Τα νερά κυλάνε από το μαλλί του στο κορμί του.
Περνάει το χέρι μέσα από το μαλλί και το κάνει σε πίσω να μη τον ενοχλεί.
Τατουάζ παντού.
Στο στήθος.
Στα χέρια.
Στην πλάτη.
Και.

Αχ δεν μπορώ.

Και εκεί.
Πιο κάτω από τον αφαλό.

Καταλάβατε.

Δάγκωσα το κάτω χείλος μου.
Με είδε.
Χαμογελάει.
Πήρα γρήγορα το βλέμμα μου από πάνω του.

Κάνει ζέστη εδώ μέσα?

Στέκεται μπροστά μου?

Δεν μπορώ να δω.
„Χευ Ξενάκη“ πήρα μία βαθιά ανάσα μόλις άκουσα την βαριά του φωνή.
Τον κοίταξα διστακτικά.
Έγλειψε τα χείλη του και μου χαμογέλασε.
Αχ αυτά τα χείλη του.
Που να ήξερε τι βρώμικες φαντασίωσης έχω με αυτά.
„Γ-Γεια σου Αλ-εξη“ η φωνή μου έτρεμε.

Κοκκίνισα.
Το νιώθω.
Το πρόσωπο μου καίει.
Και όχι μόνο αυτό.

Απέφευγα το βλέμμα του όσο μπορούσα.
„Ξένια δεν βρήκα άδειες ξαπλώστρες αν ειν-“ ήρθε στάθηκε δίπλα μου ο Γιάννης.
Κοίταξε κάπως τον Αλέξη.
Αλλά χαλάρωσε μόλις κατάλαβε πως ήταν ο και καλά ξάδερφος μου.
„Γεια σου Αλέξη, είμαι ο Γιάννης, χάρηκα“ του έδωσε το χέρι του και του χαμογέλασε.
Ο Αλέξης δίστασε κάπως και τον κοιτούσε απορημένος.
Όμως το έπιασε και κάναν την χειραψία.
„Γειά σου Γιάννη από που με ξέρεις?“ ρώτησε ενώ κοιτούσε εμένα.
Κοιτούσα κάτω.

Δεν μπορεί να ανοίξει η γη να με καταπιεί απλά?

„Η Ξένια σε έχει φόντο στον υπολογιστή της, ο ξάδερφος της δεν είσαι?“

Ναι αυτό που λέγαμε πριν δεν μπορεί να γίνει εδώ και τώρα?

Με κοιτούσε επίμονα ο Αλέξης.
Το ένιωθα.
Τον κοίταξα για λίγο και μετά πάλι κάτω.
Απέφευγα το βλέμμα του όσο μπορούσα.
Χαμογελούσε.
Τον διασκέδαζε.
Και πάλι όπως τότε.
„Ναι αυτός είμαι“ κοίταξε τον Γιάννη.
„Εσύ ποιός είσαι? Δεν μου έχει μιλήσει η Ξένια για εσένα“

35

36

37

38

Αν φύγω τώρα που μιλάνε ήσυχα ήσυχα θα με πάρουν χαμπάρι?

Που είναι η έξοδος?

„Είμαι ο φίλος της. Γνωριστήκαμε μόλις μετακόμισε εδώ.“
Αχ ρε Γιάννη.
Μόνο να ήξερες τι μου κάνεις αυτήν την στιγμή.
„Αν είναι σας αφήσω να τα πείτε λίγο. Ξένια πάω να δω αν έχει αλλού αλλιώς φεύγουμε.“
Έγνεψα.
Άντε φύγε.
Τα έκανες που τα έκανες όλα άνω κάτω ούτως η άλλως.

Έφυγε μα ο Αλέξης στεκόταν ακόμα μπροστά μου.
„Ώστε με έχεις φόντο στον υπολογιστή σου? Που βρήκες φώτο μου? Με παρακολουθείς?“ ακουγόταν ότι ήταν έτοιμος να ξεσπάσει σε γέλια.
„Να πηγαίνω και εγώ“ έκανα κίνηση να φύγω, όμως με έπιασε και με έβαλε πάλι στην θέση μου.
„Ο μη φεύγεις ξαδερφούλα, μείνε ακόμα λίγο να τα πούμε.“ με πλησίασε.
Έκανα ενα βήμα σε πίσω.
„Εύχομαι να είμαστε μακρινά ξαδέρφια.“ τον κοίταξα κάπως.
„Γιατί?“ με πλησίασε παραπάνω.
„Γιατί αλλιώς δεν θα γινόταν να κάνω αυτό “

𝕭𝖗𝖔𝖐𝖊𝖓Where stories live. Discover now