«Αθηνά...»
Ένας απόμακρος ψίθυρος έφτανε στ'αυτιά μου. Ανεπαίσθητος. Τόσο... αμυδρός, που ίσως και να τον ονειρευόμουν.
«Αθηνά!»
Άνοιξα απότομα τα μάτια, ενώ πεταγόμουν από τη ξαπλωτή μου θέση. Γρήγορα ζαλίστηκα όμως, και άφησα το βάρος μου να με παρασύρει ξανά προς τα πίσω.
Δεν μπορούσα να διακρίνω ακόμα καθαρά τις φιγούρες που με είχαν κυκλώσει, αλλά στοιχημάτιζα ότι ήταν οι γονείς μου και η Έλλη.
Άρχισα να ανοιγοκλείνω τα μάτια προκειμένου να καθαρίσει η όρασή μου, προσπαθώντας ταυτοχρόνως να θυμηθώ τι συνέβη νωρίτερα και γιατί είμαι ξαπλωμένη φαρδιά-πλατιά σε... κάτι θέσεις αεροδρομίου.
Βλέποντας το απορημένο μου ύφος, ο μπαμπάς έσπευσε πάνω μου, μιλώντας μου γρήγορα και εμφανώς ακαταλαβίστικα απ'το σοκ του.
«Άσε το κορίτσι να συνέλθει, ρε Κώστα!» η μαμά τον τράβηξε ελαφρώς μακριά μου με τα χίλια ζόρια, «Πρέπει να ηρεμήσει πρώτα».
«Τ-τι...»
«Τι έγινε;» συμπλήρωσε η Έλλη την πρότασή μου, ενώ έσκυβε δίπλα μου, κοιτώντας με μελαγχολικά. «Δεν ξέρουμε ακριβώς... Απλά κοιτούσες έξω από την τζαμαρία και ξαφνικά άσπρισες σαν να είδες κάποιο φάντασμα. Κατέρρευσες σχεδόν αμέσως».
Οι νωπές μνήμες με σφυροκοπούσαν τώρα αλύπητα, σαν σφαίρες στην καρδιά.
Είχα δει μόλις την ξαδέρφη μου, μαζί με την νούμερο Νο1 στη λίστα των πιο ανεπιθύμητων υπάρξεων, να επιβιβάζονται στην ίδια πτήση με τον αδερφό μου και τον αρραβωνιαστικό μου.
Και το χειρότερο;
Είναι κολλητές, σύμφωνα με τις πληροφορίες που ξεφούρνισε αβίαστα, χωρίς καν να μπει στη διαδικασία να της φιλτράρει, ο αγαπητός πατέρας μου.
Ένιωσα το οξυγόνο να λιγοστεύει έξαφνα. Έπαιρνα βαθιές ανάσες σε μια ύστατη προσπάθεια να ηρεμήσω, αλλά τα πράγματα χειροτέρευαν.
BẠN ĐANG ĐỌC
Σε μισώ. Με θυμάσαι;
Lãng mạnΤο μίσος και η αγάπη είναι οι δύο αντίθετες πλευρές του ίδιου νομίσματος. Αυτό δεν το ήξεραν όμως... Άραγε... Το μίσος γίνεται αγάπη και το αντίστροφο; Και επιπλέον... Ποιος θυμάται καλύτερα; Αυτή ή... Αυτός; Ή μήπως... κάποιος άλλος;