Βερολίνο, Γερμανία.
Τα λάστιχα σφύριζαν εκκωφαντικά στον μεγάλο αυτοκινητόδρομο. Μέσα στην ομιχλώδη νύχτα, κυκλοφορούσαν λιγοστές νταλίκες και αυτοκίνητα. Ο δρόμος απλωνόταν μπροστά του και τίποτα δεν ήταν ικανό να τον σταματήσει.
Το μαύρο τζιπ σταμάτησε απότομα έξω από την τεράστια έπαυλη. Κατέβηκε εκνευρισμένος από το αυτοκίνητο και κάγχασε όταν είδε τους δύο φύλακες της εισόδου να τον πλησιάζουν επιφυλακτικά. Ήξεραν πως ήταν αυτός.
«Νομίζω πως το έργο σας τελείωσε εδώ, κύριοι» τους φώναξε με την ειρωνεία διάχυτη στα λόγια του.
Οι φύλακες θορυβημένοι έκαναν δύο βήματα προς τα πίσω. Άνοιξαν βιαστικά την μεγάλη μαρμάρινη πόρτα.
Πέταξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου σε έναν απ'τους αμίλητους φύλακες.
«Δεν θέλω να δω ούτε γρατσουνιά, το κατάλαβες;» μούγκρισε και απομακρύνθηκε σχεδόν τρέχοντας από κοντά τους.
Κινήθηκε με ιδιαίτερη άνεση στον τόσο γνώριμο εξωτερικό χώρο και ανέβηκε δυο-δυο τα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Χτύπησε την βαριά δρύινη πόρτα και περίμενε χτυπώντας νευρικά το πόδι του στο μάρμαρο. Μόλις άνοιξε η πόρτα, έσπρωξε θυμωμένος τη λεπτοκαμωμένη υπηρέτρια.
«Την επόμενη φορά δεν θα περιμένω τόσο. Κι αν περιμένω, θα είναι η τελευταία σου μέρα εδώ μέσα».
Η κοπέλα κατέβασε το κεφάλι και χάθηκε σ'έναν απ'τους μεγάλους διαδρόμους της έπαυλης.
Έστρεψε το βλέμμα στην μορφή της. Ένα στραβό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό του.
«Όταν τελειώσεις, σε θέλω στο δωμάτιό μου» της πέταξε γελώντας σαρδόνια και συνέχισε τον δρόμο του, δίχως να δει τα μάτια της νεαρής κοπέλας που γυάλιζαν απ'τα συσσωρευμένα δάκρυα.
Σταμάτησε στο τέλος του διαδρόμου. Άνοιξε απότομα την πόρτα, δίχως να χτυπήσει και προχώρησε στο εσωτερικό του σκοτεινού δωματίου.
YOU ARE READING
Σε μισώ. Με θυμάσαι;
RomanceΤο μίσος και η αγάπη είναι οι δύο αντίθετες πλευρές του ίδιου νομίσματος. Αυτό δεν το ήξεραν όμως... Άραγε... Το μίσος γίνεται αγάπη και το αντίστροφο; Και επιπλέον... Ποιος θυμάται καλύτερα; Αυτή ή... Αυτός; Ή μήπως... κάποιος άλλος;