(4) |Σειρήνα|

50 8 6
                                    

Καλώς ήρθες στο απόλυτο παραλήρημα.

Το κεφαλαίο Σ στον τίτλο οφείλεται στο γεγονός πως πρόκειται για πλάσμα κι όχι για κάποιου είδους δυνατό ήχο που θα μπορούσε να σε ξυπνήσει το βράδυ. Ίσως. Ίσως και η συγκεκριμένη να μπορεί να σε κρατήσει ξύπνιο βέβαια. Εξάλλου, οι Σειρήνες αυτό δεν κάνουν;

______________________________________

Θα σου πω για εκείνες τις θάλασσες που σου τάζαν πως θα σε πάνε όταν ήσουν μικρό.
Και για εκείνα τα πλάσματα που σε τραβούσαν μέσα τους, που σου κρατούσαν το χέρι ως που να πιάσεις πάτο.
Μοιάζαν, λέει, με κοπέλες που σε παρέσερναν, σε βύθισαν, σε έπνιγαν τόσο γλυκά, τόσο όμορφα, σα να το ήθελες, σα να τους το ζητούσες εσύ.

[...]

Η αλήθεια, έλεγε, η αλήθεια πάντα μένει στο τέλος, όταν όλα τα φώτα έχουν σβήσει.

《Σου αρέσει η τζαζ;》 σε ρωτάει.

《Όχι, οχι και τόσο》 απαντάς εσύ και τα εξωπραγματικά χαρακτηριστικά της σκληραίνουν.

《Τζαζ σημαίνει ελευθερία. Είσαι ελεύθερος;》

Δεν μιλάς.

《Όχι, όχι και τόσο...》 απαντάει εκείνη για σένα.
《Κρίμα... Εδώ κάτω όλα αλλάζουν. Οι νότες έχουν μια πιο θλιμμένη απόχρωση, έναν πιο γρήγορο ρυθμό, σα να γράφτηκαν από χέρι χαμένου, λυγισμένου, σπασμένου Θεού. Εδώ κάτω μυρίζει σκοτάδι κι οι πόρτες τρίζουν τα βράδια, εδώ οι φωνές υπακούν στη σιωπή, οι πεταλούδες δεν πετούν για να μη φέρνουν τυφώνες κι όσοι κρατούν τα μάτια τους κλειστά, όσοι δειλιάζουν, φεύγουν.
Εδώ δεν είναι μέρος γι' αυτούς που φοβούνται, κατάλαβες;
Εδώ κάνεις δεν τρέμει》

Απομακρύνεται από κοντά σου και βουτά στο νερό κοιτάζοντας ικανοποιημένη τη μορφή σου να τη χαζεύει σαστισμένη.

Η εικόνα της σε μάγευε.
Κι είναι εκείνη η μικρή στιγμή που έρχεται μόνο λίγες φορές στη ζωή ενός ανθρώπου, όταν η καταστροφή απέχει μερικά μόλις εκατοστά κι όμως φαντάζει αόρατη, κρυμμένη πίσω απ' την ομίχλη των χοντροκομμένων και παροδικών συναισθημάτων. Τότε που φτάνει μόνο μια ανάσα για να πέσεις, αλλά οι αισθήσεις σου έχουν ναρκωθεί, το μόνο που μπορείς να ακούσεις είναι εκείνο το σιγανό μουρμούρισμα, το τραγουδιστό κάλεσμα της να σε προτρέπει να την ακολουθήσεις μέχρι τα άδυτα της ανυπαρξίας, μέχρι τα πνευμόνια σου να στέλνουν πόνο αντί για οξυγόνο και στις φλέβες σου αντί για αίμα να κυλά το τραγούδι της.

《Εσύ φοβάσαι;》σε ρωτάει από μακριά.

Για άλλη μια φορά δεν απαντάς.

《Εδώ η απάντηση θα έπρεπε να είναι Όχι, όχι και τόσο. Μα εσύ φοβάσαι.
Κι αυτό το μέρος δεν μπορεί να σε δεχτεί. Οι φοβισμένοι κάνουν λάθη. Λάθη, φάλτσα και παραφωνίες》

Με μια κίνηση προσθέτει παραπάνω χώρο ανάμεσα σας, αρκετό για να μην μπορείς να δεις το στραβό της χαμόγελο μα όχι τόσο ώστε να μην μπορείς να την ακούσεις.
Ξέρει τί κάνει. Για άλλη μια φορά είναι ένα βήμα μπροστά σου.

《Φεύγεις;》 ψιθυρίζεις εσύ και το άκουσμα της φωνής σου μετά από τόση ώρα σε κάνει να ανατριχιάσεις.

《Θες να έρθεις;》

Το βλέμμα σου πέφτει στα ολοσκότεινα νερά. Η ανάσα σου σκαλώνει στους πνεύμονες.
Όχι, όχι και τόσο...
Τα μάτια σου μισοκλείνουν ώσπου ακούς ξανά το μουρμούρισμα της.

《Φοβάσαι. Δειλιάζεις. Νιώθεις...

Το σώμα της που ωστόσο σε έχει πλησιάσει ξανά φεύγει με φορά προς τα πίσω και το θαλασσινό νερό που πετάγεται βρέχει την μπλούζα σου.
Σηκώνεσαι με γρήγορο βήμα και γυρνάς την πλάτη. Η ανατριχίλα δεν λέει να φύγει. Η φυγή δεν είναι η σωστή λύση, μα είναι αυτή που πάντα προτιμούσες.

Σε κοιτάζει καθώς απομακρύνεσαι.
Χαμογελάει ξανά, το πρόσωπο της παίρνει πάλι εκείνη την ψυχρή έκφραση, την κενή από κάθε συναίσθημα, την ατσάλινη.

《Θα γυρίσεις...》

Η μαγευτική μελωδία αρχίζει ξανά και σιγά σιγά σβήνει καθώς εκείνη χάνεται πάλι στο βυθό. Μόνη αυτή τη φορά. Χωρίς κάποιο μοναχικό ναυαγό στο χέρι να παρακαλά για την τελευταία του ανάσα καθώς χανόταν άδικα στο έρεβος και το ψέμα...

ΝόστοςWhere stories live. Discover now