5. A long night.

21 3 0
                                    

Βγαίνω απο το σπιτι και δεν βλέπω πουθενά το αμάξι. Σκέφτηκα τι έγινε; άργησα; γιατί έφυγε;
"Μαλακας και αυτος!"
Ξαφνικά κορναρει, γυρνάω και τον βλεπω.

"Νόμιζες πως έφυγα ματάκια;"

*Ματάκια; Παλι αυτος ο σπαστικος χαρακτηρισμός;..*

"Όχι κοίταγα που έχει παρκάρει η μάνα μου!" ειπα αφήνοντας ένα ψέμα στην ατμόσφαιρα.

"Μπες μέσα" ειπε σκύβοντας προς το παράθυρο να με δει.

"μπορείς να ανοίξεις κανένα παράθυρο να ξεντουμανιασουμε;" ειπα ειρωνικά.

"Απλο τσιγάρο είναι ματάκια μην αγχώνεσαι" ειπε χαμογελώντας.

"φτάνουμε;"

"και ανυπόμονη.." είπε αφήνοντας ένα υπονοούμενο.

.......

Φτάσαμε.
Έχει πολύ κόσμο. Δεν βλέπω τίποτα από τους καπνους.

"Καλησπέρα φίλε, είναι δικιά μου! μπήκαμε;" ειπε στο παιδι που ήταν στην είσοδο.

"Μπήκες μαν." του ειπε καθώς κάνανε την κλασσική χειραψία.

Μα καλά πως μπηκαμε; Δεν πληρώσαμε..καιι που τον γνωρίζει; Αφού τώρα ήρθε από το εξωτερικό!

"Θες ένα ποτό;" ειπε περνώντας το χέρι του στην μέση μου.

"Ένα μόνο!." ειπα καταφατικά.

Έφερε τα ποτά μας και καθίσαμε σε ένα τραπέζι.

"Μόλις ήρθες από το εξωτερικό και γνωρισες κιολας τόσα πολλά άτομα;"

"Εδώ έζησα και μεγάλωσα ματάκια. Στο εξωτερικό πήγα για σπουδές."

"Τι σπουδές; μιλα μου για το παρελθόν σου." ειπα γεμάτη περιέργεια.

"πάμε να χορέψουμε;" ειπε απότομα.

Με έπιασε από το χέρι και με τράβηξε στην πίστα.
Πέρασε τα χέρια του γύρω από την μέση μου.
Με έσπρωξε πάνω του.
Άρχισε να μου χαϊδεύει το λαιμό και απαλα το πρόσωπο..

"Χτυπάει το τηλέφωνο μου. Το αισθάνομαι που δονιζει. Πρέπει να το σηκώσω. Επιστρέφω αμέσως!" Ειπα βιαστικά και βγήκα έξω όσο πιο γρήγορα μπορούσα.

"Ελα Μαμα, τι έγινε;"

"Ήρθε ο πατέρας σου σπίτι.. Νεφέλη πρέπει να έρθεις από δω.." ειπε ανήσυχη.

"Μαμα; σε ξαναχτύπησε; έρχομαι αμέσως."

Πήρα αμέσως ένα ταξί και μέσα σε 5 λεπτά ήμουν σπίτι.

Όταν μπήκα μέσα όλα ήταν άνω κάτω. Η μητέρα μου και ο μικρός μου αδερφος έλειπαν.

Στον καναπέ του σαλονιού ήταν ο πατέρας μου με μια μπύρα στο χέρι.

"Φύγε αμέσως. Τι εγινε εδω; Δεν ανήκεις εδω πια φύγε!" ειπα γεμάτη νεύρα.

Ο πατέρας μου άρχισε να γελάει ειρωνικά.

"Εσείς δεν ανήκετε εδώ" ειπε πονηρά.

Πηγα στην αυλη του σπιτιου και πήρα αμέσως την μητέρα μου τηλέφωνο. Μου είπε πως είχαν πάει στην γιαγιά μου και πως θα κοιμηθούν εκεί απόψε.

Αφου πια οι δικοι μου ηταν μια χαρα και μακρια απο τον πατερα μου, εφυγα από το σπίτι και πήγα να βρω τον Στεφ στο μπαρ για να του ζητήσω συγγνώμη.

Μόλις έφτασα στην είσοδο δεν με άφηναν να μπω.

"Ήρθα πριν με τον Στέφανο. Ειναι μεσα και με περιμένει." ειπα προσπαθώντας να τον πείσω.

"Δεν σε θυμάμαι. Συγγνώμη αλλά δεν μπορείς να μπεις." ειπε αυστηρά.

Άρχισα να παίρνω τηλέφωνα τον Στεφ αλλά δεν το σήκωνε. Δεν ξέρω αν δεν το σήκωνε επειδή δεν το άκουγε ή επειδή είχε θυμώσει που έφυγα ετσι βιαστικά χωρίς να ειδοποιήσω.

Μετά από 1 ώρα γύρισα σπίτι. Ο πατέρας μου είχε ηδη φύγει...

Τουλάχιστον συνέβη και κάτι καλό..

Παιχνίδια στο σκοτάδι.Where stories live. Discover now