2

222 16 1
                                    

Ο πονοκέφαλος δεν την άφησε να σηκωθεί. Είχε μουδιασει όλο της το σώμα και δε μπορούσε να κουνηθεί. Άκουσε το τηλέφωνο της να χτυπά. Έσπρωξε με δύναμη και κατάφερε να σηκωθεί. Πλησίασε και κοίταξε τον αριθμό

"Παρακαλώ;" είπε περιμένοντας να ακούσει τη φωνή. "Κορίτσι μου;" τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Δεν περίμενε τηλέφωνο από τον πατέρα της. Μετά τον χωρισμό των γονιών της μιλάνε σπάνια έως καθόλου. Ήταν θυμωμένη μαζί του. Της στέρησε τον αδερφό της. Τον μικρό που έφτιαχνε κάθε μέρα της ζωής της. Τις μέρες που οι γονείς της τσακώνονταν, πήγαιναν βόλτα στη κοντινή βιβλιοθήκη. Του έμαθε να διαβάζει. Από μικρή απολάμβανε το διάβασμα. Ήταν τρόπος διαφυγής. Μετά ακολούθησε το κάπνισμα...

"Μπαμπα; Τι έγινε;" είπε με εμφανής την αγωνία στη φωνή της. "Ήθελα να δω τι κάνεις..." "Καλά είμαι... Εσύ;" ησυχία ακολούθησε για λίγα λεπτά "Μπαμπά..." η κλήση τερματίστηκε και εκείνη απομάκρυνε το τηλέφωνο. Το άφησε στη γωνία του κρεβατιού και έφυγε από το δωμάτιο της. Άκουσε αναστεναγμους και κατάλαβε από που έρχονταν. Πέρασε από το δωμάτιο της μητέρας της και χτύπησε δυνατά τη πόρτα.

Μπήκε στη τουαλέτα. Κοίταξε τον εαυτό της στον μεγάλο καθρέφτη. Κόκκινα μάτια. Πρησμένα. Έριξε πολύ νερό πάνω της και η κατάσταση καλυτερεψε. Άλλαξε ρούχα και έφυγε από το σπίτι.

(λίγες ώρες μετά)

"Γιατί δεν κάνεις κάτι;" η φίλη της άρχισε να φωνάζει. Βλέποντας το μάτι της φίλης της τρόμαξε. Ήθελε να βρίσκετε δίπλα της. Να τη πάρει αγκαλιά και να τη παρηγορησει.

"Φοβάμαι! Δεν ξέρω τι είναι ικανοί να κάνουν..." "Χώρισε τότε με τον μαλακα!" έσκυψε το κεφάλι της. Είχε την ίδια σκέψη την τελευταία εβδομάδα. "Βα, σορρυ..." δεν απάντησε. Κράτησε το κεφάλι της κατεβασμένο μέχρι που κατέβασε την οθόνη από τον υπολογιστή, τερματιζοντας έτσι την κλήση. Ξέσπασε σε δυνατά κλάματα. Φοβόταν μέχρι και για τη ζωή της. Το αγόρι της, την κατηγορουσε πως τον απάτησε και του χρωστάει λεφτά. Όλο το λύκειο της τον πίστεψε. Όλα τα κορίτσια λένε διάφορα λόγια για εκείνη που δεν αληθεύουν.

"Βάνα άνοιξε τη πόρτα" είπε η μητέρα της. Σκούπισε τα μάτια της και πήρε μια βαθιά ανάσα. "Κλαις; Γιατί κλαις;" η μεγαλύτερη γυναίκα ξαφνιάστηκε. Πίστευε πως η κόρη της έβλεπε κάποια ταινία ή κατι παρόμοιο. Καταλαβαινοντας πως οι φονες προέρχονταν από την κόρης της ένιωσε άχρηστη. Για πρώτη φορά άφησε τον εγωισμό της στην άκρη.

"Τ-τι έπαθε το μάτι σου; " δεν την εμπιστευοταν. Σαφώς και της φάνηκε περίεργο το ξαφνικό ενδιαφέρων της. Δεν μπορούσε τόσο εύκολα να της ανοιχτεί. Ένιωθε πως δεν είναι ακόμα έτοιμη να ακούσει τόσα πολλά πράγματα. Χρειαζόταν κάποιον να μιλήσει. Κανένας δεν ασχολούταν μαζί της. Είχε πάρει τον "κάτω δρόμο" όπως λέει και η φίλη της. Είναι η μόνη που γνωρίζει για το μικρό της μυστικό.

"Βάνα μίλησε μου!" "Καλά είμαι!" φώναξε και βγήκε από το δωμάτιο. Έφυγε από το σπίτι και βγήκε στον κεντρικό δρόμο. Άρχισε να τρέχει μέχρι που έφτασε έξω από τη μεγάλη πύλη. Περπάτησε ανάμεσα στα μικρά δρομάκια. Έκοψε ένα μοβ λουλούδι και έφτασε στην άλλη άκρη του χώρου. Έπεσε στα γόνατα και ακούμπησε το λουλούδι στο μάρμαρο.

"Γιαγιά...συγγνώμη που δεν έρχομαι τον τελευταίο καιρό. Ελπίζω να ξέρεις τι γίνεται στη ζωή μου. Δεν αντέχω να μιλήσω για αυτό. Γιαγιά μου βοήθησε με. Δώσε μου δύναμη. Φοβάμαι πολύ..." δεν έκλαψε όμως. Δεν ήξερε αν το γεγονός ότι μηλουσε με τη γιαγιά της, της έδινε δύναμη ή απλά δεν είχε αλλά δάκρυα. Ένιωθε τον λαιμό της ξερό. Δε μπορούσε να μιλήσει. Τα μάτια της πονουσαν καθώς και το στήθος της. Ένιωθε πως υπηρχε ένα βαρος. Πως κάτι τη πίεζε. Δε μπορούσε να ανασάνει καλά όμως κατάφερε να περπατήσει μέχρι το σπίτι της.

Έστριψε στη γωνία και είδε τον ανθησμενο κήπο. Μια αντρική φιγούρα στεκόταν εκεί. "Τι κάνεις εδώ;" είπε έκπληκτη...

-W H Y ?-Where stories live. Discover now