Είχαν περάσει δυο εβδομάδες απο εκείνο το βράδυ . Επέστρεψα στην Ελλάδα και ειχα κλειστεί στο σπίτι μου . Η Μαριαλλενα ερχόταν κάθε μερα και μου κρατούσε παρέα . Κάθε μετα σκεφτομουν το Μαξ . Απο τη μια ήθελα να τρέξω και να του πω οτι ημουν και εγω ερωτευμένη μαζι του αλλα απο την άλλη φοβόμουν .
" αυτη η κατάσταση έχει τραβήξει πολυ , αν δεν σηκωθεις να βγεις απο το σπίτι και ξέρω και γω τι θα κανω "
" δεν εχω όρεξη Μαριαλλενα "
" και τι ; Θα συνεχίσεις να κάθεσαι εδω μεσα κλεισμένη σε τέσσερις τοίχους ;"
" δε ξέρω "
" ασε τα δε ξέρω , το βράδυ θα βγούμε μια βόλτα και δεν ακούω κουβέντα "
" δεν εχω όρεξη "
" δεν με ενδιαφέρει , να εισαι έτοιμη στις εννιά "
" μα σου είπα .."
" δεν με νοιάζει τι είπες , να εισαι έτοιμη "
Εφυγε γρήγορα πριν φέρω άλλη αντίρρηση . Αν και δεν ήθελα αποφάσισα να ετοιμαστω .
Εννια ακριβώς ήρθε και με πηρε η Μαριαλλενα .
" χαίρομαι που συμφωνησες τελικα "
" λες και ειχα άλλη επιλογή "
" δεν μπορεις να μένεις αλλο κλεισμένη μεσα στο σπίτι Σαντρα , δεν κανει καλο "
Δεν είπα τιποτα . Ειχε δίκιο . Κατι επρεπε να κανω , να πάρω μια απόφαση , δεν μπορούσα να συνεχίσω αλλο έτσι .
Μισή ωρα μετα φτάσαμε φτάσαμε στην παραλία .
" τι κάνουμε εδω ;"
" είπα να κάνουμε κατι διαφορετικό "
Προχωρούσαμε στην αμμουδιά και ηταν σκοτεινά . Δεν ειχε καθόλου κόσμο . Τι ήρθαμε να κάνουμε βράδιατικα εδω .
" Μαριαλλενα τι κάνουμε εδω ;"
" προχωρά και μη μιλάς "
Καθώς προχωρούσαμε άρχισα να βλεπω φως προς την άκρη της παραλίας . Οταν πλησιάςαμε κι αλλο δεν πίστευα στα ματια μου . Υπήρχαν παντου κεριά που φωτιζαν το χώρο . Μια κουβέρτα ηταν απλωμένη στην άμμο με φαγητά και δυο ποτήρια . Γύρισα να ρωτήσω τη Μαριαλλενα τι ηταν ολα αυτα αλλα δεν την ειδα πουθενα .
" Μαριαλλενα ; Που εισαι ; "
" χαίρομαι που ήρθες τελικα !"
Γύρισα και ειδα το Μαξ . Ειχα να τον δω τόσες μέρες και μου ειχε λείψει τόσο πολυ . Ηταν κούκλος . Φορούσε ενα άσπρο παντελόνι με ενα γαλάζιο πουκάμισο .