Κεφάλαιο 3

16 1 1
                                    

Γυρνώντας στο σπίτι σκεφτόμουν τ σημερινά. Άκου εκεί να μου κάνουν προξενιό;! Λες και δεν κατάλαβα ότι ήταν στημένο. Με το ζόρι να μου βρουν κάποιον. Οσο και να με ενοχλεί όλο αυτό, παραδέχομαι πως ο Σεραφείμ είχε κάτι στο βλέμμα του. Ωραίο παιδί. Συμπαθητικός. Δεν μπορώ να ξέρω πολλά για αυτόν, αλλά τα κορίτσια λένε τα καλύτερα λόγια. Πάντως ωραία μουσική και ωραίο παιδί. Το ότι μ ζήτησε ραντεβού με ξεπερνά. Θα ήταν σίγουρα και αυτός στο κόλπο. Καλά το λέω προξενιό. Αυτά σκεφτόμουν όσο έβγαζα τα πουτσια και τα ρούχα μου, και πήγα να ξαπλώσω στο κρεβάτι. Ήμουν τόσο κουρασμένη που αναμφίβολα ο ύπνος θα με έπαιρνε αμέσως. Ωστόσο για κάποιο λόγο δεν είχα ύπνο. Ξανά ντύθηκα και πήγα για ένα απλό και σύντομο περπάτημα. Ήταν ήδη πέντε το πρωί.

Περπατούσα μόνη μου στον άδειο δρόμο. Ψυχή δεν υπήρχε. Όλα τα σπίτια  είχαν κλειστά φώτα και παράθυρα. Μόνο δύο γάτες υπήρχαν στο δρόμο που νιαουριζε η μία στην άλλη επιθετικά. Περπατούσα και κοιτούσα τον ουρανό. Το όμορφη βραδιά. Τόση ησυχία, γαλήνη. Το φεγγάρι τόσο φωτεινό. Ήταν λες και με κοιτούσε. Λες και φωτιζε το δρόμο μόνο για μένα. Περπατώντας είδα από μακριά μια φιγούρα. Ένας άντρας που πλησίαζε. Κοιτώντας λίγο καλύτερα, ήταν ο Σεραφείμ. Κοντό στάθηκα για λίγο με απορία. Δεν περίμενα να τον δω μπροστά μου. Κοντό στάθηκε και αυτός. Φαίνεται με είδε. Πήρε θάρρος και πλησίασε ενώ εγώ ακόμα ακουνητη να τον κοιτάζω.

Σερ: Γειά σου... Πως και από εδώ;

Εγω: Εδώ κοντά μένω..

Σερ: Αλήθεια; Και εγώ. Νοικιάζω ένα σπιτο εδώ πέρα.

Εγω: Δεν είσαι από εδώ;

Σερ: Από Αθήνα είμαι.. Αλλά εδώ και λίγα χρόνια μένω εδώ. Νοικιάζω ένα σπιτι εδώ και λίγους μήνες γιατί προσπαθώ να φτιαξω από την αρχή το σπίτι του πατέρα μου. Είναι στο κέντρο, δίπλα στο λιμάνι.

Εγω:, Μάλιστα.. Πολύ ωραία.. Θα σε αφησω τώρα.. Καλή συνέχεια..

Καθώς έκανα να φύγω με φώναξε.

Σερ: Σοφία.. Περίμενε..

Έτρεξε προς το μέρος μου..

Σερ: Θα ήθελες να μου κάνεις λίγη παρέα; Σχόλασα πριν λίγο απ την δουλειά. Λίγο μετά αφότου φύγατε. Δεν έχω ύπνο. Αν δεν νυστάζεις και εσύ θα ηθελες να πάμε κάπου;

Εγω: Που να πάμε δηλαδή;

Σερ: Ξερω ένα μέρος. Θα σου αρέσει. Είμαι σίγουρος. Έχει υπέροχη θέα.

Δεν ξέρω γιατί αλλά δεν διστασα να δεχτώ και έτσι με πήγε σε εκείνο το μέρος με την υπέροχη θέα. Ήταν μια ταράτσα ενός παλιού αρχοντικού, που ήταν χρόνια εγκατελλελημενο αλλά βαστουσε καλά. Είχε υπέροχη θέα. Έβλεπες τα μικρά σοκάκια και στο βάθος η θάλασσα. Το λιμάνι. Εκεί υπήρχαν φώτα.

Εγω: Είναι πολύ ωραία εδώ.. Πως ήξερες αυτό το μέρος;

Σερ: Έρχομαι σε αυτό το σπίτι από παιδί. Ένα οικογενειακός μας φίλος έμενε εδώ. Πριν λίγα χρόνια έφυγε στο εξωτερικό. Πάντρεψε την κόρη του και έφυγαν. Δεν ξανά γύρισαν πίσω. Θες να μάθεις το καλύτερο; Τα κλειδιά του σπιτιού τα έχει παραχωρήσει στον πατέρα μου. Ο πατέρας μου όμως δεν μπορεί να μετακινηθεί εύκολα. Είναι στην Αθήνα χρόνια τώρα και έτσι ποτέ δεν ήρθε εδώ. Αλλά αν θέλω μπορώ να πάρω εγώ τα κλειδιά.

Εγω: Αν ήταν έτσι γιατί νοικιάζεις και δεν μένεις εδώ οσο φτιάχνεις το άλλο σπίτι;

Σερ: Το άλλο σπίτι είναι ερηπιο. Θέλει μια περιουσία για να ξανά φτιαχτεί από την αρχή. Δουλεύω όχι, ότι βγάζω τα τρελά χρήματα, για να καταφέρω μια μέρα να το φτιάξω. Θα το κάνω σαν καινούργιο. Αν έφτιαχνες ένα σπίτι, τι θα ήθελες να είχε μέσα;

Εγώ: τα απαραίτητα.. Τίποτα ιδιαίτερο. Θα ήθελα ένα δικο μου δωμάτιο για τις φωτογραφίες μου, ένα παράθυρο που να βλέπει στο λιμάνι, μια μεγάλη αυλή. Αυτά...

Σερ: Ωραία τότε..

Εγω: τι θες να πεις;

Σερ: Τίποτα.. Απλώς εγώ θέλω τα ίδια με σένα. Μόνο που θα ήθελα ένα έξτρα δωμάτιο για μουσική. Για να μπορώ να σύνθετω τραγούδια αντί για φωτογραφίες.

Εγώ: Χαίρομαι που ακολουθείς το όνειρο σου. Ελπίζω μια μέρα να καταφέρεις όσα ονειρεύεσαι.

Σερ: ονειρεύομαι και κάτι ακόμα..

Εγω: Τι;

Σερ: Να μην τελείωνε αυτή η βραδιά. Μπορεί να γίνει;

Εγω: Όχι.. Δυστυχώς...

Σερ: Και όμως.. Είσαι είπες φωτογράφος.. Μπορείς τουλάχιστον να αποθανάτισεις την στιγμή.

Εγω: Εννοείς τα τραβήξω φωτογραφία;

Σερ:, Μπορείς να μου δώσεις το κινητό σου;

Τον κοίταξα για λίγο στα μάτια και έβαλα το χέρι μέσα στο κόκκινο τσαντάκι μου για να βγάλω το κινητό μου. Το έδωσα στα χέρια του. Εκείνος με πλησίασε παραπάνω και έβαλε το χέρι του στην μέση μου. Με αγκάλιασε και τράβηξε φωτογραφία με το κινητό μου.

Σερ: Λοιπόν τώρα έχεις κάτι να θυμάσαι από απόψε. Ακόμα και αν δεν κρατήσει η βραδιά έχεις μια ωραία ανάμνηση.

Μου έδωσε το κινητό χαμογελώντας και κοιτάζοντας μες στα μάτια μου. Τον κοίταζα και εγώ και άρχισα να νιώθω κάτι περίεργο. Ένα μουδιασμα στο σώμα μου. Μια ταχυπαλμια. Ένα ρίγος που σχεδόν με μαρμάρωνε. Δεν ήξερα πως να αντίδρασω. Δεν μπορούσα να αντίδρασω.

Σερ: Ξέρεις κάτι; θέλω να έχω και εγώ μια ανάμνηση από σένα.

Με πλησίασε πιο πολύ και έβαλε το χέρι του στο μάγουλο μου. Έσκυψε και ακούμπησε τα χείλη του στα δικά μου. Ασυναίσθητα έκλεισα τα μάτια μου και παραδωθηκα στο φιλί του.

Ήταν απροσδόκητα το πιο όμορφο βράδυ της ζωής μου.

Ένα τραγούδι για καλημέρα Opowieści tętniące życiem. Odkryj je teraz