Κεφάλαιο 7

20 0 0
                                    

Οι ώρες περνούσαν, το κρασί τελείωνε και είχε αρχίσει να βραδιάζει. Μαζέψαμε τα πράγματα και ανεβήκαμε στην μηχανή. Στην διαδρομή συνέχεια χτυπούσε το κινητό μου. Ήταν η Κλειώ που με έψαχνε λογικά για να μάθει εξελίξεις. Δεν το σήκωσα. Το άφησα να χτυπάει.
Φτάνοντας στο κέντρο, πάρκαρε στο λιμάνι. Με βοήθησε να κατέβω από την μηχανή και με έπιασε από το χέρι. Το κράνος και ο αέρας είχαν ανακατέψει τα μακριά μαλλιά μου.
Περπατούσαμε στην παλιά αγορά χαζεύοντας τα μικρά καταστήματα με τα τουριστικά δώρα. Μια παλιά φωτογραφική μηχανή, που είδα σε μια βιτρίνα μου τράβηξε το ενδιαφέρον. Ήταν για στόλισμα της βιτρίνας καθώς το μαγαζί θα έλεγε κανείς ότι πούλαγε παλιά αντικείμενα.
Ο Σεραφείμ είδε ότι ήταν προσηλωθει σε αυτή την βιτρίνα και αυτό δεν μπορούσε να το παραβλέψει. Μπήκε μέσα στο κατάστημα παρα την αντίρρηση μου και μου την αγόρασε για δωρο. Ήταν από αυτές, που αυτομάτως εκτυπωνουν τις φωτογραφίες.  Είχε ένα λουράκι που μπορείς να το κρεμάσεις στο λαιμό. Προφανώς την κρεμασα και συνεχίσαμε την βόλτα μας. Περπατούσαμε για ώρα. Κάναμε κύκλους ώσπου καταλήξαμε στο πατρικό του. Το σπίτι του πατέρα του που ήταν υπό κατασκευή.
Ήταν ένα μικρό σπίτι δύο ορόφων. Δυο ξεχωριστών διαμερίσματων. Εξωτερικά οι τοίχοι ήταν φθαρμενοι. Είχε σχεδόν ξεφλουδισει και τα χρώματα δεν ήταν πια ζωηρά. Ήταν σε απόχρωση του σομόν.
Υπήρχε μια σκάλα που οδηγούσε στα διαμερίσματα. Ήταν μια κυκλική σκάλα που παραδόξως ήταν καλά συντηρημένη. Με ανέβασε πάνω για να μου δείξει τα κατατόπια. Ο πρώτος όροφος με τον δεύτερο όροφο ήταν σχεδόν το ίδιο. Μέσα στο κάθε διαμέρισμα υπήρχαν σπαστες σκάλες, κούτες και πολύ σκόνη σε κάθε παράθυρο. Τρία παράθυρα. Το ένα κοιτούσε στην θάλασσα. Στο λιμάνι. Στο πεζόδρομο που ο κόσμος απολαμβάνει την βόλτα του και είναι γεμάτο ταβερνάκια, μεζεδοπωλεία, καφετέριες. Στάθηκα στο παράθυρο και χάζευα τον κόσμο. Ήρθε και στάθηκε δίπλα μου.

Σερ: Όταν ήμουν μικρός στεκόμουν εδώ και χάζευα την θάλασσα και τα πλοία που έρχονται και φεύγουν. Μου άρεσε να παρατηρώ τους γύρω μου. Το έβρισκα απολαυστικό. Ήταν ένας τρόπος να περνάει η ώρα. Όταν δεν έγραφα τραγούδια και δεν έπαιζα μουσική. Κιθάρα.

Εγω: Και εμένα μου αρέσει. Λατρεύω την θάλασσα. Με ήρεμει. Με ταξιδεύει. Οι σκέψεις μου ησυχάζουν.

Με παρατηρούσε που ήμουν σκεφτική. Έβαλε το χέρι του, και έβαλε μια τούφα από τα μαλλιά μου πίσω από το αφτί. Γύρισα και τον κοίταξα. Τα μάτια του έλαμπαν. Ήταν φωτεινά αστέρια.

Σερ: Τι σκέφτεσαι; Μελαγχολησες;

Εγω: Όχι καμία σχέση. Να σκέφτομαι εμάς.

Σερ: Μιλά μου.. Πες μου τι σκέφτεσαι.

Εγω: Δεν περίμενα να ερωτευτώ. Όταν μου έλεγαν να γνωρίσω κάποιον εγώ ήμουν αρνητική. Μετά την τελευταία μου σχέση τίποτα δεν ήταν το ίδιο.

Σερ: Αστα αυτά τώρα.. Μαζί μου πως νιώθεις;

Εγω: Τέλεια. Ερωτευμενη.

Μου χαμογέλασε. Με έπιασε από το χέρι και με γύρισε μπροστά του.
Έβαλε το χέρι του στην μέση μου και με τράβηξε προς το μέρος του πιο πολύ. Τόσο πολύ που η ανάσα του έκαιγε τα χείλη μου. Και τα χείλη του ήταν σε απόσταση αναπνοής από τα δικά μου. Έβαλε τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του. Έσκυψε και με φίλησε αρχικά ήρεμα και έπειτα έβαλε όλο του το πάθος. Ένιωθα το σώμα του στο δικό μου κολλητά. Το πέος είχε αρχίσει να ακουμπαει σχεδον στον κόλπο μου. Άρχισα να βγάζω μικρούς αναστεναγμους. Δεν άντεξα και τον εσπρωξα στον τοίχο. Άρχισε να με φιλάει στο λαιμό. Εγώ έβγαζα περισσότερους αναστεναγμους τώρα. Είχα αρχίσει να ανάβω για τα καλά. Ήθελα να με βάλει κάτω και να μου κάνει έρωτα. Όμως δεν έγινε. Πάνω που ήμουν έτοιμη να του το πω τραβήχτηκε. Αναστέναξε.

Σερ: Σε θέλω πολύ... Αλλά δεν μπορεί μπορεί να γίνει τώρα. Άλλη μέρα. Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή.

Κάτσαμε απλά αγκαλιά λίγο ακόμα και μετά με γύρισε στο σπίτι οπιυ με καληνύχτισε.

Ένα τραγούδι για καλημέρα Donde viven las historias. Descúbrelo ahora