Δέκατη τέταρτη μέρα 1ο μέρος

261 21 13
                                    

Αγαπητό ημερολόγιο....

Σου γράφω από το νοσοκομείο. Ναιι! Ήμαστε όλοι μια χαρά. Μόνο τρεις ΜΜερς που πέτυχα στον διάδρομο όταν πήγαινα για την καντίνα δεν νομίζω να είναι και πολύ καλά. Τους τα έψαλα άσχημα γιατί είχαν έρθει με μπλούζες και βαμμένα μάγουλα λες και ήμαστε συναυλία.

Οι συναυλίες δεν ακυρώθηκαν, αναβλήθηκαν. Ο πατέρας μου, ως γνωστών αναίσθητος, δεν απαντάει στο τηλέφωνο. Πήρα όμως την μαμά. Δεν της είπα για το τουρ, μόνο για την μικρή μας περιπέτεια. Εξοργίστηκε με τον μπαμπά που μας έχει αφήσει τόσο καιρό σε ξένο σπίτι. Την καθησύχασα όμως με τον τρόπο μου και της έδωσα τον Τζέικ από δίπλα να μιλήσει.

Και τώρα αγαπητό ημερολόγιο, εσύ και οι αναγνώστες μου -ναι, ο Μάρκους σε διάβασε και είπε πως πρέπει να σε εκδόσω, όποτε γεια σας μελλοντικοί αναγνώστες!!- θα αναρωτιέστε ΤΙ ΣΤΟ ΚΑΛΟ ΣΥΝΕΒΗ ΛΕΓΕ ΜΗΝ ΜΑΣ ΑΦΗΝΕΙΣ ΣΕ ΑΓΩΝΙΑ!

Ή απλά μπορεί να είναι όλοι ανέκφραστοι και απλά να διαβάζουν χωρίς αγωνία.

Λοιπόν αγαπητό ημερολόγιο και μελλοντικοί μου αναγνώστες, πιθανών ΜΜερς. Αφού καταφέραμε να βγούμε από την λακκούβα, καταχτυπημένοι και σκονσμένοι, αρχίσαμε να τρέχουμε για να μπορέσουμε να επιστρέψουμε.

Βέβαια, επειδή έπρεπε να κάνουμε τον κύκλο, πηγαίναμε όλο ευθεία τρέχοντας. Φακό δεν είχαμε ανοίξει, λειτουργούσαμε με το φως του φεγγαριού. Μέχρι φυσικά, που βρέθηκε μπροστά μας το ποτάμι.

Ο Τζέικ πήγαινε πιο πίσω και βοηθούσε τον Μαρτίνους να περπατήσει. Εγώ έτρεχα πίσω από τον Μάρκους. Δεν προλάβαμε να σταματήσουμε, και πέσαμε και οι δύο μέσα στο ποτάμι.

Μόλις βγήκα στην επιφάνεια από την νυχτερινή βουτιά, ο Μάρκους με άρπαξε και προσπάθησε να με κρατήσει στην επιφάνεια. Προσπάθησα να πατήσω κάτω, αλλά το ποτάμι ήταν αρκετά βαθύ και το ρεύμα πολύ δυνατό.

Το ποτάμι μας έσπρωχνε προς την καρδιά του δάσους. Ο Τζέικ άρχισε να φωνάζει. Άφησε τον Μαρτίνους και προσπάθησε να μας πιάσει.

Ο Μάρκους με το ένα χέρι κράταγε εμένα και με το άλλο προσπαθούσε να πιάσει το χέρι του Τζέικ.

Ο Τζέικ κυνήγαγε το ρεύμα. Το ποτάμι μας παρέσερνε γρήγορα. Ο Τζέικ έτρεχε να μας βοηθήσει και ο Μάρκους προσπαθούσε να κολυμπήσει αλλά μάταια. Δεν με άφηνε όμως να φύγω.

Ξαφνικά το ποτάμι χωριζόταν σε δυο. Το ρεύμα μας πήγε από την μεριά που ο Τζέικ δεν μπορούσε να πάει. Θυμάμαι, τον άκουσα να φωνάζει πως θα έρθουν να μας πάρουν.

Το ρεύμα έγινε δυνατότερο. Τρεις φορές το κεφάλι μου βρέθηκε κάτω από το νερό, και ο Μάρκους με τράβηξε πάνω.

Τον άκουσα να λέει πως βγάζει σε λίμνη και ανακουφίστηκα. Το μαρτύριο τελείωνε.

Δεν ξέρω πόσα λεπτά περάσαν. Ο Μάρκους δεν με άφηνε. Όσο μπορούσαμε, κολυμπούσαμε για την ζωή μας.

Υπήρχαν βράχοι μέσα στο ποτάμι. Προσπαθήσαμε να κόψουμε την φορά μας, με το να κρατηθούμε από έναν αλλά ήταν τόσο λείοι και γλιστεροί, που το ρεύμα συνέχισε να μας παρασέρνει.

Τότε αγαπητό ημερολόγιο, κοίταξα τον Μάρκους και συνέβη κάτι φοβερό. Τόσο όμορφος ήταν πάντα αυτός; Στο φεγγαρόφωτο έμοιαζε σαν ΘΕΟΣ. Ή μήπως είναι;;

Αγαπητό ημερολόγιο, ποτέ δεν έχω ερωτευτεί έτσι....

Τους βράχους προσπαθούσαμε να τους αποφεύγουμε αλλά δεν ήταν τόσο εύκολο. Το πόδι μου χτύπησε σε έναν στο βάθος του ποταμού. Ο Μάρκους, χτύπησε τον ώμο του με φορά σε έναν άλλο που εξείχε από το νερό.

Ευτυχώς όμως όλα τελείωσαν και το ποτάμι μας έβγαλε στην λίμνη. Το ρεύμα σταμάτησε και ο Μάρκους με τράβηξε προς την όχθη.

Βγήκαμε έξω. Ο Μάρκους τότε με κοίταξε και μου είπε «συγγνώμη για όλα».

Πριν προλάβει να τελειώσει την φράση του, τον φίλησα.

Έτσι απλά. Ναι αγαπητό ημερολόγιο, το ξέρω δεν ήταν και η καλύτερη ώρα. Πόσα χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι, χωρισμένοι από την υπόλοιπη παρέα, χαμένοι σε ένα δάσος με έναν τρελό να κυκλοφορεί και μόλις να έχουμε βγει από παγωμένο ποτάμι και να φύσαει παγωμένος αέρας.

Ο Μάρκους σοκαρίστηκε. Μετά από λίγο όμως χαμογέλασε.

«Τι ήταν αυτό;» μου είπε ενώ χαμογελούσε ακόμη.

«Ότι κατάλαβες» είπα εγώ.

Χαμογέλασε ακόμη περισσότερο. Του χαμογέλασα και εγώ. Με πήρε από το χέρι και μπήκαμε στο δάσος.

Το ημερολόγιο μιας MMer Donde viven las historias. Descúbrelo ahora