Και όμως, όσα ακούγονται είναι αλήθεια, για τη γλυκή πίκρα που νιώθει ο ταχυδρόμος όταν η ώρα του ρολογιού χάνεται μέσα από λεπτεπίλεπτα δάχτυλα, ενώ ο περαστικός διασχίζει τον δρόμο με τόση θλίψη που τα περιστέρια του κρατούν το παλιό του πανωφόρι ή όταν εκείνη η γυναίκα στον σταθμό του τρένου κουνάει το μαντήλι σε έναν άγνωστο εραστή που ψεύτικα πια τρέχει πάνω στις ράγες με την ελπίδα ενός αυγουστιάτικου πρωινού.
Μα όταν ξύπνησα την ώρα της αυγής, δεν θυμήθηκα τα λόγια της Παναγίας στο όνειρό μου, αλησμόνητα μονάχα ήταν εκείνα από το δικό μου στόμα:
"Κοιμήσου, Μαρία. Κοιμήσου.", όπως ένα κομμάτι εγωισμού επάνω στον μανδύα της ματαιότητας.Αχ, ίσως τόσο καιρό
να κοιμόμασταν κι εμείς
σε μια Γεσθημανή
τελικά...