Κουδουνίσματα: «Το αγόρι»

135 18 1
                                    

Κουδουνίσματα

από τον Ευάγγελο Λίμα Ρούσση


1

Ένα Σαββατιάτικο απομεσήμερο, κάποιος χτυπούσε το κουδούνι στο σπίτι της οδού Φράνκλιν. Το κουδούνι χτυπούσε παρατεταμένα.
    Όταν η Σούζαν άνοιξε την πόρτα, στο κατώφλι της συνάντησε ένα μικρό αγόρι. Ακόμα και τότε, το κουδούνι εξακολουθούσε να χτυπάει με το ίδιο παράπονο, σαν ο πιτσιρικάς να μην είχε αντιληφθεί ότι η πόρτα ήταν πια ανοιχτή. Η Σούζαν στεκόταν εκεί μπερδεμένη, με μια φοβερή ημικρανία που έκανε μέχρι και μια σταγόνα νερό να ακούγεται σαν κύμα. Σήμερα ήταν η τρίτη της συνέντευξη. Είχε γυρίσει αποκαρδιωμένη, αν και ήταν σίγουρη πως δεν τα είχε πάει και άσχημα. Δεν ήταν όμως αρκετό, το ήξερε.
    Και ένα ακόμα πράγμα που προσπαθούσε επίσης να βρει πιο απεγνωσμένα από την ίδια τη δουλειά, ήταν η ησυχία της. Το αγόρι δεν έλεγε να σταματήσει. Είχε ξανάρθει την περασμένη βδομάδα, πάλι Σάββατο, περίπου την ίδια ώρα, στις τέσσερις. Η Σούζαν είχε την εντύπωση πως το αγόρι έψαχνε κάποιον, αλλά όσο κι αν του μιλούσε, ο μικρός δεν ανταποκρινόταν.
    Άρπαξε το ασπρισμένο δάχτυλό του που πιεζόταν στο κόκκινο πλήκτρο του κουδουνιού και το απομάκρυνε. «Ξεκουμπίσου!» φώναξε δείχνοντας το μονοπάτι ανάμεσα στην πρασιά. Είχε να την περιποιηθεί βδομάδες και το γρασίδι ήταν φυτρωμένο ακανόνιστα, σαν ένα κούρεμα του τελευταίου μήνα που αλλάζει σχήμα και παραμορφώνεται.
    «Όλα καλά, Σου;» ρώτησε από μέσα η Ρόουζ, η κολλητή της. Εκείνη την στιγμή έπιναν καφέ προτού τους διακόψουν.
    «Έρχομαι σε μισό λεπτό».
    Όταν γύρισε για να πει στο αγόρι να ξεκουμπιστεί μια ακόμα φορά, αυτό ήδη είχε κάνει μεταβολή και βημάτιζε στο πλακόστρωτο κέντρο του μονοπατιού. Σε μια στιγμή ξέφυγε από την πορεία και πάτησε πάνω στο γρασίδι, περπατώντας διαγώνια στην πράσινη πρασιά με ένα τρόπο... παραίτησης. Το γρασίδι πατιόταν και πατικωνόταν, βούρτσιζε τα παντζάκια του και στη συνέχεια διέσχισε το δρόμο χωρίς να ελέγξει για διερχόμενα αμάξια ή φορτηγά —τα φορτηγά και οι νταλίκες που περνούσαν από δω είχανε ρόδες στο μέγεθος ανθρώπου.
Κούνησε το κεφάλι της σαν να διώχνει μια ανόητη σκέψη. Περισσότερο, όμως, αυτό το νεύμα πρόδιδε απόγνωση. Έκλεισε την πόρτα και πήγε στην κουζίνα.
    «Γιατί είσαι τσαντισμένη;»
    «Σοβαρά, δεν άκουγες πώς βαρούσε το κουδούνι;» απόρησε η Σου. «Μου 'ρχεται να το ξηλώσω από τη θέση του το καταραμένο».
    Η Ρόουζ γέλασε. «Χαλάρωσε!» έκανε.
    «Είμαι όσο χαλαρή χρειάζεται να είμαι».
    «Οχ, δεν μπορώ να σε φανταστώ όταν έχεις περίοδο».
    «Έλα τώρα και συ, όλο βλακείες».
    «Η απόρριψη σου 'χει τεντώσει τα νεύρα. Το 'χω περάσει κι εγώ αυτό το στάδιο. Θα περάσει».
    «Ναι, θα περάσει. Μιλάς εκ του ασφαλούς».
    «Τι πάει να πει αυτό;»
    «Ξέχνα το». Ναι, Ρόουζ, εσένα σου βρήκε δουλίτσα ο μπαμπάς κάνοντας τα μαγικά του κόλπα, σκέφτηκε η Σούζαν.
    Η Ρόουζ άγγιξε τα ξανθά μαλλιά της Σου. «Θέλουν βάψιμο», είπε. «Έχει βγει η ρίζα».
    «Λες και δεν έχω καθρέφτες σπίτι μου».
    «Πιστεύω όμως ότι έτσι είναι πιο ωραίο». Ήπιε μια γουλιά καφέ. «Ποιος ήταν στην πόρτα τελικά;» ρώτησε, γλείφοντας τον αφρό από το χείλι της.
    «Ένα αγόρι», απάντησε η Σου.
    «Ένα αγόρι;»
    «Αχά».
    «Ωραίος;»
    «Είναι πιτσιρίκι, ούτε δέκα χρονών».
    «Ωραίο πιτσιρίκι;»
    «Τι λες μωρή ανώμαλη».
    «Σε πειράζω. Απλά είσαι τόσο τσιτωμένη τελευταία».
    «Προσπαθώ να βρω δουλειά ένα χρόνο τώρα. Να 'ξερα πώς βρίσκουν οι άλλοι...»
    «Δεν έχεις εμπειρία».
    «Σίγουρα, αν και όχι μόνο. Νιώθω ότι αξίζω, απλώς δεν ξέρω πώς να το δείξω».
    «Γιατί δεν ντύνεσαι λιγάκι πιο... προκλητικά;»
    «Μπορείς να κάνεις συζήτηση χωρίς να πετάς μαλακίες;» ρώτησε η Σου. Το ρωτούσε στα σοβαρά, μάλιστα. «Τέλος πάντων. Δεν έχω όρεξη να μιλήσω γι' αυτό».
    «Συνέχισε να ψάχνεις. Ο επιμένον νικά, λένε».
    «Γιατί σηκώθηκες; Φεύγεις;»
    «Ένα κουταλάκι θέλω να πάρω».
    «Καφέ;»
    «Μπα. Δε θέλω να το παρακάνω. Με πειράζει στα νεύρα η πολλή καφεΐνη και το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα θα ήταν να καταντήσω τσαντισμένη».
    «Σιγά τη τσαντίλα», έκανε η Σου και ήπιε μια γουλιά καφέ. «Δες και εμένα με το πιτσιρίκι που μου βαράει τα κουδούνια. Δεν έχω ησυχάσει τις τελευταίες δυο βδομάδες, την τύχη μου μέσα».
    «Γιόγκα;» ρώτησε η Ρόουζ. Έκατσε πάλι στην καρέκλα και ξεκίνησε να ανακατεύει τον καφέ στην κούπα της.
    «Τι να μου κάνει η γιόγκα», είπε, «κάνα ζάναξ θα πάρω».
    «Παίζεις επικίνδυνα».
    «Ή θα πέσω από το μπαλκόνι κατευθείαν πάνω στην λαμαρίνα».
    «Όπα. Γίνεσαι υπερβολική τώρα».
    «Αχ, τι ξέρεις εσύ».
    «Θα περάσει».
    «Καλά».
    Δεν ένιωθε όμως ότι θα περνούσε.

Ιστορίες τρόμουWhere stories live. Discover now