3
Το απόγευμα της ίδιας μέρας άκουσε το κουδούνι να χτυπάει.
Τρέχοντας προς την πόρτα για να του βάλει τις φωνές, όπως θα έκανε σε έναν κόπρο, συνάντησε την Ρόουζ στο κατώφλι της.
«Θεέ μου», είπε η φίλη της λαχανιασμένη. Είχε αρχίσει να βρέχει εδώ και μισή ώρα και το δερμάτινο, μαύρο μπουφάν της ήταν βρεγμένο και γυάλιζε σαν το δέρμα της φώκιας. «Έχω τα χάλια μου, μη πεις τίποτα, το ξέρω. Θα σου τηλεφωνούσα αλλά δεν έχω ρεύμα εξαιτίας του καιρού. Είδα ότι έχεις φως από απέναντι. Να περάσω μέσα;»
«Υπό άλλες συνθήκες θα σ' άφηνα έξω να πουντιάσεις, αλλά δεν μου το επιτρέπει η φιλευσπλαχνία μου».
«Καλά, μην πάθεις και τίποτα».
Η Σου παραμέρισε και η Ρόουζ μπήκε μέσα. «Καφέ;» ρώτησε την Ρόουζ.
«Άμα το λέει η φιλευσπλαχνία σου».
Κάθισαν στον πάγκο της κουζινούλας. Η βροχή είχε δυναμώσει έξω, χτυπούσε πάνω στο τζάμι, έσταζε από την μαρκίζα και τα σφυρήλατα κάγκελα του παραθύρου. Από κάπου ερχόταν ένα παγωμένο ρεύμα, αλλά τριγυρνούσε στους αστραγάλους τους σαν ψαράκι γύρω από το δόλωμα.
«Είσαι καλύτερα;» ρώτησε η Ρόουζ την Σου. Δυο τολύπες ατμού έβγαιναν από τις κούπες.
«Δεν ξέρω». Τα μάτια της ήταν κάπως πρησμένα. Έκλαιγε, σκέφτηκε η Ρόουζ.
«Περιμένεις τηλεφώνημα;»
«Όχι», απάντησε η Σούζαν. «Εννοώ, δεν είναι αυτό».
«Τότε;»
«Ήρθε πάλι εκείνο το αγόρι».
«Ποιο αγόρι;»
«Ξέχασες;»
«Α! Και λοιπόν;»
«Τι και λοιπόν; Μου βαράει ακόμα το κουδούνι».
«Μπορεί να του αρέσεις».
«Δεν με νοιάζει, Ρόουζ. Κοντεύω να τα χάσω».
«Υπερβολική, όπως πάντα».
Η Σου έσφιξε τα δόντια της. «Δεν καταλαβαίνεις! Νομίζεις πως μόνο τα δικά σου ζητήματα είναι σημαντικά για να ταραχτεί κάποιος;»
«Κανείς δεν το είπε αυτό».
«Έτσι με κάνεις να νιώθω. 'Α, η Σου; Μην δίνετε σημασία! Εκτός αν την σκοτώνουνε, τα υπόλοιπα είναι βλακείες και μόνο παραπονιέται'. Όχου, άσε με. Έχω νεύρα».
Η Ρόουζ δεν μίλησε. Πέρασαν περίπου τρία ή τέσσερα λεπτά άβολης σιωπής προτού να πει κάτι. «Συγγνώμη. Γίνομαι ηλίθια μερικές φορές».
«Ευχαριστώ».
«Άκου», είπε η Ρόουζ˙ «προσπαθώ να σε κάνω να νιώσεις καλύτερα. Αλλά δυστυχώς καταφέρνω και το κάνω με λάθος τρόπο».
«Τότε, για τ' όνομα του Θεού... βούλωστο και άνοιξε τα αυτιά σου».
Εκείνη κατάπιε τον εγωισμό της.
«Κάτι συμβαίνει με αυτό το αγόρι, Ρόουζ. Δες τα χέρια μου... δες τα εδώ πώς τρέμουν...»
Αγκάλιασε με τις παλάμες την ζεστή κούπα της. Ίσως ήταν το κρύο ρεύμα που περνούσε ανάμεσά τους. «Σήμερα χτυπούσε πάλι τα κουδούνια. Εκεί που πήγα να πάρω την αστυνομία, σταμάτησε. Μετά είδα το πιτσιρίκι να διασχίζει το δρόμο και ένα αυτοκίνητο παραλίγο να το χτυπήσει. Δυο δευτερόλεπτα πιο μπροστά και θα το τίναζε στην άλλη άκρη της ασφάλτου. Μπορεί να μην το έδειξα εκείνη τη στιγμή, αλλά ειλικρινά έχασα τον ειρμό μου. Και...» Έγλειψε τα χείλη της «...το περίεργο είναι πως ο οδηγός φάνηκε σαν μην είδε το αγόρι. Για την ακρίβεια, συνέχισε να τρέχει με σταθερή ταχύτητα, ούτε ένα κορνάρισμα, τίποτα».
«Θα κόρναρε αλλά δε θα το άκουσες. Το συνεχές κουδούνισμα θα σε είχε κουφάνει».
«Μπορεί. Όμως όσο κι αν θέλω να το αιτιολογήσω, τίποτα δεν μου βγάζει από το μυαλό πως κάτι δεν είναι σωστό με αυτό το αγόρι».
«Σίγουρα σε έχει επηρεάσει και η εύρεση εργασίας».
«Δεν έχει καμία σχέση».
«Εντάξει. Κατήγγειλε το».
«Σωστά... αλλά δεν θέλω να μπλέκω με αστυνομίες. Δεν το 'χω όρεξη».
«Και για πόσο θα συνεχιστεί αυτό;»
«Θα ξηλώσω το κουδούνι. Δεν έχω άλλη επιλογή».
ŞİMDİ OKUDUĞUN
Ιστορίες τρόμου
KorkuΈχετε ακούσει ποτέ για ανθρώπους όπου βιντεοπαιχνίδια τους ώθησαν να σκοτώσουν τα αδέλφια τους; Για ξηλωμένα κουδούνια που χτυπάνε μόνα τους χωρίς να είναι κανείς στην πόρτα; Ή για φωνές μέσα από τενεκεδάκια αναψυκτικού και πίσω από φθαρμένα παντζου...