Δεν είχα ξαναδεί μετρό στη ζωή μου να κινείται φίσκα από επιβάτες μέσα στα βαγόνια του. Την πρώτη φορά που το είδα με έκανε να αναρωτηθώ αν είχε συμβεί κάτι έκτακτο, όπως ένας σεισμός ή μια ξαφνική πλημμύρα. Δυστυχώς ―ναι, τούτη τη λέξη θα χρησιμοποιήσω― δεν ήταν κάποια καταστροφή, μια μαζική υστερία, τέλος πάντων, που είχε κάνει τα βαγόνια του υπόγειου συρμού να γεμίσουν κόσμο. Για την ακρίβεια, ο λόγος είναι τόσο δυσνόητος όσο και ένα συμβολικό έργο που απαιτεί χρόνια βαθιάς μελέτης για να ερμηνευθεί η πλήρης σημασία του.
Έτσι και από την αρχή κάτι δεν μου κολλούσε με τον υπόγειο συρμό. Κυρίως με την δυτική πλατφόρμα 1 που οι πόρτες της είναι κλειδωμένες με αλυσίδες από τον Μάιο του 2002. Είχα διαβάσει σε μια πεταμένη στο πάτωμα εφημερίδα που είχα σηκώσει κοντά στις περιστρεφόμενες μπάρες των τουρνικέ, ότι είχε συμβεί ένα βάναυσο περιστατικό στις ράγες, τον Απρίλιο του ίδιου έτους. Ένα δίχρονο κορίτσι είχε πέσει στις ράγες την ίδια στιγμή που περνούσε ο συρμός. Ποτέ μου δεν έμαθα, γιατί ο κόσμος περιφερικά της οδού Αίγλης που στεγάζεται η υπόγεια διάβαση, αποφεύγει να μιλάει για τα θανατηφόρα συμβάντα που συμβαίνουν συχνά πυκνά τα τελευταία χρόνια.
Διάβαζα ένα βιβλίο τσέπης που είχα αγοράσει για 79 σεντς από ένα παλαιοπωλείο στο Κέντρο, όταν θυμήθηκα πως ήμουν μόνος σε όλο το σταθμό. Καμιά φορά, καθώς χανόμαστε στις λέξεις αποκτούμε και την αντίστοιχη αδυναμία: να μην μπορούμε να δούμε τι μπορεί να συμβαίνει αριστερά και δεξιά μας, πόσο μάλλον μπροστά και πίσω. Θα ορκιζόμουν ότι αντιλήφθηκα κίνηση, μα ήταν απλώς η φαντασία μου. Ο κόσμος μιλούσε για ένα λεπρό σκυλί που τριγύριζε στην πλατφόρμα 2, χωρίς ουρά και γεμάτο αρρώστιες. Ρίσκο μεγάλο να βρίσκομαι στην πλατφόρμα 2. Άσε που η μητέρα μου είχε αρπάξει μια άσχημη γρίπη και φταρνιζόταν τόσο που το δωμάτιό της βρομούσε σάλιο. Δεν θα ήθελα να μου συμβεί κάτι και εκείνη να μείνει μόνη της. Την είχα κι εγώ πριν τρεις περίπου βδομάδες και μάλλον την κόλλησε και εκείνη, αφού ο χώρος που μέναμε δεν αεριζόταν καλά και δεν μπορούσε να θεωρηθεί μεγάλος ακόμα κι αν έσπαζες τους τοίχους με βαριοπούλα. Ο γιατρός μας την είχε συμβουλέψει να μείνει στο κρεβάτι για λίγες μέρες. Το ίδιο είχε πει και σε εμένα, αλλά δεν άντεχα να μένω κλεισμένος.
Έπρεπε να γυρίσω σπίτι όμως. Τέτοιες ώρες δεν ήταν κατάλληλες να κυκλοφορείς. Δεν υπήρχε κανένας γύρω και ένιωθα εκτεθειμένος από αριστερά και δεξιά, βλέποντας τις δύο τεράστιες σκοτεινές τρύπες των τούνελ που περνούσε ο συρμός. Μου έφερναν εικόνες στο μυαλό, σαν από εφιάλτη, από γιγάντια πλάσματα να μπαινοβγαίνουν μέσα τους, ψάχνοντας με κάτι τρισάθλια μάτια επιβάτες για να φάνε. Το μόνο που έβγαινε όμως από τούτες τις τρύπες ήταν τρένα, τέρατα που δεν είχα φανταστεί ότι μπορεί και να είναι τέρατα.
Ο ψηφιακός πίνακας δεν έδειχνε κανέναν συρμό. Έγραφε μόνο Προορισμός:
Και αυτό μόνο. Ένας προορισμός στο κενό. Ή μάλλον, στο χρώμα του εφιάλτη.
Άκουγα από μακριά, τόσο μακριά που μόνο από ένα σερνάμενο όνειρο θα μπορούσε να ακούγεται, τριγμούς. Ξανακοίταξα το ταμπλό, ψηφιακές ενδείξεις να υποδεικνύουν προορισμούς στο πουθενά.
Πήρα βαθιά ανάσα, αν και ήταν δύσκολο γιατί τα ρουθούνια μου ήταν ακόμα κάπως βουλωμένα. Αψού! Μάλλον δεν είχα υγιάνει από την γρίπη. Ίσως έπρεπε να είχα ακούσει τη συμβουλή του γιατρού. Αλλά δεν μπορούσα να κάθομαι μέσα στο σπίτι, μπορούσα; Ωστόσο, έστω και με βουλωμένα ρουθούνια, μπόρεσα να μυρίσω μια δυσάρεστη οσμή, σαν ένα μυκητιασμένο νύχι, σαν μια μολυσμένη πληγή ή κάτι που το ζουλάς ανάμεσα στα δάχτυλά σου και σκάει πετώντας πύο και νεκρά κύτταρα. Ό,τι κι αν ήταν, ερχόταν και πλησίαζε, και δεν ήξερα από πού ερχόταν. Από τα αριστερά ή από τα δεξιά;
Το σίγουρο ήταν πως ερχόταν, ερχόταν και ερχόταν ολοένα και γρηγορότερα...
Κοίταξα πάνω, τον πίνακα. Προορισμός:
Οι τριγμοί δυνάμωναν. Σηκώθηκα και άφησα το βιβλίο πάνω στο κάθισμα. Έφερα το βλέμμα μου ολόγυρα, κουρασμένο από την νύστα και δεν είδα κανέναν. Ούτε στην πλατφόρμα στην οποία στεκόμουν ούτε απέναντί μου. Θα έδινα όμως όρκο ότι για μια στιγμή είδα μια σκυλίσια ουρά να κρέμεται πάνω στις σκάλες της πλατφόρμας 3, αλλά ήταν τελικά ένα κομμάτι διαφημιστικού φυλλαδίου, κάτι σαν κοινωνική καμπάνια που διαμοίραζαν στις εισόδους νεαροί πλασιέ, με τίτλο «Αφήστε μας να αυτοκτονήσουμε!» διπλωμένο σαν χάρτης θησαυρού και πεταμένο σαν να σε ωθούσε να το ξεδιπλώσεις. Τελικά, από το αριστερό τούνελ φανερώθηκαν τα πρώιμα σημάδια από τα φώτα του συρμού που πλησίαζε. Αποκαλύφθηκε το κεφάλι, ας το πούμε, του «σκουληκιού» που σερνόταν από την τρύπα, και εντέλει έφτασε προς το μέρος μου, έτοιμο να σταματήσει και να με πάει σπίτι, στην μητέρα μου που λογικά κοιμόταν στο κρεβάτι της με κλειστές τις κουρτίνες, αφήνοντας έξω την ψύχρα του χειμώνα και τους θορύβους της πόλης.
Μόνο που ο συρμός δεν σταμάτησε. Έκανε να πηγαίνει αργά πάνω στις ράγες, δίνοντάς μου την περίεργη εντύπωση πως ήθελε να με εξετάσει, εμένα, τον μοναδικό άνθρωπο σε όλο τον υπόγειο συρμό. Τον μοναδικό είπα; Λάθος. Όταν τα τζάμια των βαγονιών ήρθαν αντικρυστά μου, διέκρινα επιβάτες τόσους όσους δεν είχα ξαναδεί ούτε σε ώρες αιχμής. Ήταν μουλωχτά εκεί μέσα, τόσο που δεν μπορούσα πλέον να δω απέναντι τις σκάλες της πλατφόρμας 3, τόσο που θύμιζαν πουλερικά στρυμωγμένα μέσα σε ορνιθοτροφείο. Η αργή ταχύτητα του συρμού ήταν μάλλον σαν να ήθελε με κάποιο τρόπο να μου επιτρέψει να αντικρίσω το εσωτερικό του με όλη την διάθεση του χρόνου μου, λες και ο ίδιος ο χρόνος ήταν που κυλούσε σε αργή κίνηση.
Στο βαγόνι υπήρχαν επιβάτες όλων των εθνικοτήτων. Μερικοί φορούσαν ρούχα καθημερινά, άλλοι τουρμπάνια και κελεμπίες, άλλοι φορούσαν φανελάκια ή τισέρτ ή ήταν ντυμένοι με χειμερινά ρούχα, άλλοι ρούχα για τον παγετώνα. Λες και δεν υπήρχε κάποια συγκεκριμένη εποχιακή διαφορά μέσα στα βαγόνια. Άνθρωποι τόσο κολλητά μεταξύ τους, ύφασμα με ύφασμα, δέρμα με δέρμα, μάγουλο με μάγουλο, που στο αντίκρισμά τους μου προκάλεσαν κλειστοφοβικά συναισθήματα, που ελάχιστη ανακούφιση μου απέφερε να αποτραβήξω αισθητά τη λαιμόκοψη του πλεκτού πουλόβερ μου. Επιβάτες στρυμωγμένοι σε βαθμό τρέλας, που κυριολεκτικά κόντευαν να πεταχτούν έξω από τα ανοιχτά παράθυρα, πιέζοντας τις πλάτες τους και τους αγκώνες τους πάνω στα τζάμια. Ούτε το πρώτο βαγόνι ούτε το τελευταίο βαγόνι ήταν διαφορετικό από το άλλο: ήταν γεμάτα με τον ίδιο αριθμό ατόμων, και θα μπορούσα να πω με σιγουριά πως εκεί μέσα βρίσκονταν πάνω από χίλια άτομα. Και, η στιγμή που είχα αρχίσει κάπως να ανησυχώ, ήταν όταν είδα ανθρώπους να έχουν σκαρφαλώσει πάνω στα κεφάλια των άλλων... Πραγματικά, ίσως να είδα είκοσι ή τριάντα άτομα να ισορροπούν στα σηκωμένα χέρια των επιβατών, όπως έκαναν καλλιτέχνες της ροκ μουσικής να πηδούν πάνω σε πλήθος. Αυτό μου θύμιζε και νομίζω πως δεν ξέρω άλλο τρόπο να το εξηγήσω καλύτερα. Τούτο το πράμα ήταν απερίγραπτο και δυσνόητο.
Όπως είπα, ο συρμός δεν σταμάτησε στην αποβάθρα. Επιτάχυνε γρήγορα ταχύτητα, σαν να επανήλθε από προσωρινό βραχυκύκλωμα, και μετά χάθηκε μέσα στο σκοτάδι του δεξιού τούνελ.
Ξανακάθισα πίσω και περίμενα, βλέποντας τα λεπτά να περνούν στο ψηφιακό πίνακα, δίχως να εμφανίζεται κάποια διαδρομή που να με εξυπηρετεί. Η αλήθεια ήταν πως δεν είχε εμφανιστεί τίποτα στις αναχωρήσεις. Προορισμός: τίποτα.
Τρία λεπτά μετά, άκουσα ξανά τα ίδια τριξίματα να πλησιάζουν και μύρισα την ίδια φρικτή μυρωδιά, από το βάθος στα αριστερά της πλατφόρμας, εκεί όπου έχασκε το τούνελ της αβύσσου. Αυτή τη φορά, εμφανίστηκε ένας συρμός, και όταν παρατήρησα για πρώτη φορά πως δεν υπήρχε οδηγός μπροστά, ανασηκώθηκα πάνω χάνοντας την ψυχραιμία μου. Είχα ταραχτεί τόσο που χωρίς να το θέλω, είχα ρίξει κάτω το βιβλίο τσέπης και πιστέψτε το ή όχι, είχα ξεχάσει όσα διάβαζα. Θυμάμαι να ψιθυρίζω κάτι μέσα από τα δόντια μου, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ τι ήταν. Νομίζω, «τι στο καλό;» ή «τι είναι αυτό πάλι;» αν και πραγματικά δεν είχε σημασία. Το μόνο που είχε σημασία ήταν πως είχα τρομάξει. Αλλά ούτως ή άλλως δεν λειτουργούσαν αυτόματα κάποιοι συρμοί; Εκείνη την στιγμή ήταν αργά και δεν ήμουν βέβαιος αν μπορούσα να σκεφτώ ή να θυμηθώ κάτι τέτοιο, γιατί σίγουρα ήταν κάτι που δεν είχα αντικρίσει με τα ίδια μου τα μάτια, ότι πρέπει να το είχα διαβάσει πάλι σε κάποιο περιοδικό. Απλώς κάτι δεν ήταν σωστό. Και δεν ήταν σωστό γιατί όταν ο συρμός έφτασε πιο κοντά, κατάλαβα πως ήταν ο ίδιος με πριν, θαρρείς πως εκτελούσε λογική από το παιχνίδι Pac-Man.
Διατήρησα την ψυχραιμία μου, ακόμα κι αν αυτή τη φορά δεν ελάττωσε ταχύτατα. Κίνδυνος, σκέφτηκε το μυαλό μου. Δεν ήξερα γιατί. Απλώς σκεφτόμουν χαζές ιστορίες για το λεπρό σκυλί στην πλατφόρμα 2. Βλακείες, δηλαδή.
Το τρένο με πλησίασε τρίζοντας, ρίχνοντας τα εκτυφλωτικά του φώτα πάνω μου και σε όλη την έκταση της πλατφόρμας 2 και στις σκοτεινιασμένες γωνίες των γραμμών.
Είδα ξανά τους ίδιους στρυμωγμένους επιβάτες. Στις ίδιες ακριβώς θέσεις. Να μην έχουν κουνηθεί ρούπι, σαν να προσπαθεί να τους αποθανατίσει ένας κρυφός φακός, στηριζόμενοι πάνω στα τζάμια και να πιέζονται πάνω τους που σου δημιουργούταν η εντύπωση πως κόντευαν να ραγίσουν.
Το τρένο σταμάτησε. Ακριβώς μπροστά μου. Από μέσα αναδύθηκαν οσμές που ενεργοποιούσαν τις οσφρητικές μου αισθήσεις, κι ας ήμουν μπουκωμένος. Μύρισα λάσπη και βροχή, φύλλα σε αποσύνθεση και θαλασσινό αλάτι· βουρκόνερο και πέτρα καλυμμένη με φύκια και λειχήνες, μύρισα ψόφιο κρέας και σοκάκια κατουρημένα και πλαστικές σακούλες να μουλιάζουν πάνω τους. Βρόμα ανελέητη από κόσμους που δεν είχα επισκεφθεί ποτέ μου, αλλά που κάποιο μέρος του εγκεφάλου μου είχε κάνει την πρώτη του επίσκεψη χωρίς να έχει ανάγκη την υλική μου παρουσία.
Ένα χέρι φάνηκε να κρέμεται έξω από ένα ανοιχτό παράθυρο, λευκό και γυναικείο. Άλλο ένα τινάχτηκε έξω με το που άνοιξαν οι θύρες μπροστά μου. Το μόνο που μπορούσα να δω ήταν μαύρα κοστούμια αντρικά και υφάσματα να καλύπτουν κάθε σπιθαμή δέρματος. Πρόσωπα στραμμένα αντίθετα από μένα, σαν να μην ήθελαν να δω τα πρόσωπά τους, σαν να διατηρούσαν κρυφή ταυτότητα. Με ωθούσαν όμως να μπω μέσα εκεί, να χωθώ ανάμεσα σε τούτα τα κορμιά και να γίνω ένα με αυτούς. Να με μαγνητίζει μια δύναμη, να, τούτη που κινούσε τώρα το δεξί μου πόδι, και τώρα το αριστερό μου, προκαλώντας με να κάνω ένα βήμα μπροστά, και έπειτα να ακολουθεί ξανά το δεξί, σαν παιδάκι που κάνει τα πρώτα του βήματα. Μετά με θυμάμαι να βηματίζω, να πηγαίνω εκεί, κι ας μην ήταν το τρένο που έπρεπε να πάρω για το σπίτι. Για μονάχα μια στιγμή ένιωσα πως αυτό ήταν το σωστό τρένο, αλλά το ένιωσα τόσο γρήγορα που χάθηκε αμέσως θαρρείς πως ήταν λάθος ή θαρρείς πως κάτι κακό θα γινόταν πιστεύοντάς το.
Όπως κι αν ήταν τα πράγματα, έφερα τα χέρια μου μπροστά και έθαψα τα δάχτυλά μου ανάμεσα στους επιβάτες. Ήταν λες και τραβούσες μια κουρτίνα για να περάσεις από μέσα της, έτσι κι εγώ πέρασα από μέσα τους, μόνο και μόνο για να στρυμωχτώ ανάμεσά τους. Ανακάλυψα οσμές που δεν μπορούσα να τις μυρίσω απέξω. Ήταν οσμές από βρόμικες ανάσες και ιδρώτα και φθηνή κολόνια· μυρωδιές από αντισηπτικό και υγρά μαντηλάκια· κραγιόν, μέικ-απ και λακ μαλλιών. Κι άλλες τέτοιες οσμές καθώς προσπαθούσα να βρω μπροστά μου, μέσα στην θάλασσα από ακέφαλα χέρια και κορμιά και μυτερές πλάτες ένα ίχνος του συρμού. Δυστυχώς ήμουν κοντός για να δω πού περπατούσα. Έβλεπα ένα πάτωμα γεμάτο λασπωμένα ίχνη από παπούτσια, και τα ίδια τα παπούτσια, κλειστά και δερμάτινα, αντρικά κυρίως, το ένα να πατάει το άλλο και πάνω στο δέρμα να διακρίνεις άσπρα ίχνη από την βρομιά της ασφάλτου και του δρόμου και... και...
...πατημένο αίμα;
Σε μια στιγμή όμως, εκείνο το ίχνος από αίμα, που νόμιζα μάλλον ότι ήταν αίμα, εξαφανίστηκε μαζί με το παπούτσι που κοσμούσε. Χάθηκε μέσα στο μπέρδεμα του κοπαδιού της ανθρώπινης καθημερινότητας, χάθηκε κάπου ανάμεσα στο πλήθος και τα υφάσματα μέσα σε ένα απλό βλεφάρισμα του ματιού. Αν σου έπεφτε κάτι εδώ μέσα, δεν υπήρχε περίπτωση να το ξαναβρείς.
Σήκωσα το κεφάλι, κοίταξα μπροστά μου και είδα γυρισμένες πλάτες. Κόσμο να χουφτώνει ο ένας τον άλλο, κάποιοι χωρίς να το θέλουν και κάποιοι άλλοι, συνειδητά. Άκουγα να λένε μεταξύ τους επαναλαμβανόμενα, ψιθυριστά, «Συγγνώμη», μια φράση που ακουγόταν ―ορκίζομαι― κάθε πέντε δευτερόλεπτα. Πάτησα κάποιον καταλάθος και ζήτησα κι εγώ συγγνώμη, χωρίς να το καταλαβαίνω, λες και είχα μπει στο παιχνίδι τους. Με στρυμώξανε στην πόρτα, με πλάκωσαν πάνω της. Αγκώνες πίεζαν το στέρνο μου. Πόδια με πατούσαν («Ωχ, συγγνώμη», έλεγαν οι πλάτες που δεν με κοιτούσαν). Κλειστοφοβικά συναισθήματα με κατέβαλλαν και άρχισα να νιώθω την θερμότητα της έξαψης, λες και ήθελα να βγω μέσα από το ίδιο μου το πετσί. Κάποιος μου χούφτωσε τον καβάλο και οι όρχεις μου ζάρωσαν, ανέβηκαν μέχρι πάνω στην κοιλιά μου. Δεν ακούστηκε κανένα συγγνώμη, και υπέθεσα ότι συνέβη επίτηδες. Δεν ήξερα ποιος το είχε κάνει και το να κάτσω να ψάξω θα ήταν μάταιος κόπος. Το μόνο που θα έπρεπε να ψάχνω είναι η έξοδος, γιατί σιγά-σιγά συνειδητοποιούσα ότι είχα κάνει κάτι πολύ λάθος, ότι δεν θα έπρεπε να είμαι εδώ, σαν να μην ανήκα σε τούτο το μέρος και σαν να ήθελαν να με κατασπαράξουν μέσα στον κόσμο αυτού του εφιάλτη.(συνέχισε στο επόμενο part)

ŞİMDİ OKUDUĞUN
Ιστορίες τρόμου
KorkuΈχετε ακούσει ποτέ για ανθρώπους όπου βιντεοπαιχνίδια τους ώθησαν να σκοτώσουν τα αδέλφια τους; Για ξηλωμένα κουδούνια που χτυπάνε μόνα τους χωρίς να είναι κανείς στην πόρτα; Ή για φωνές μέσα από τενεκεδάκια αναψυκτικού και πίσω από φθαρμένα παντζου...