ΤΟ ΒΑΓΟΝΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΧΙΛΙΟΥΣ ΕΠΙΒΑΤΕΣ (II)

44 5 9
                                    

Έσπρωξα το πλήθος, τους έσπρωξα όλους με οργή. Το πλήθος φάνηκε να διαλύεται, αλλά για ένα απίστευτο κλάσμα του δευτερολέπτου, επανασυνδέθηκε σαν να τους έλκυε δυνατός μαγνήτης. Για μια στιγμή τα έχασα και έπνιξα μια κραυγή μέσα στο στόμα μου. Ένα σκληρό χέρι μού χάιδευε τα οπίσθια και τραβήχτηκα τόσο που έκανα μυτάκια. Χώθηκα, χωρίς να το καταλαβαίνω, πιο βαθιά μέσα στο κύμα. Ήταν λες και με παρέσερνε ένα δυνατό ρεύμα που πλέον με κατεύθυνε με δική του θέληση. Καθώς ισορροπούσα ακόμα στα ακροδάχτυλά μου, είδα πιο μέσα στο βάθος, ανθρώπους να ισορροπούν πάνε σε άλλους ανθρώπους. Κάποιος μου έριξε αγκωνιά στα πλευρά και βόγκηξα. «Συγγνώμη», είπε ο κάποιος. «Συγγνώμη», είπε ένας άλλος, προτού καν να με ξενυχιάσει, πράγμα που με παραξένεψε τόσο, που όταν είπα, «Σιγά, ρε!» ήθελα να το πάρω πίσω, γιατί αυτός που το είχε κάνει το ήξερε ότι θα το έκανε, και ήταν λες και δεν μπορούσε να συγχρονίσει τις κινήσεις του σώματός του με το ίδιο του το στόμα. Εκείνο το συγγνώμη έπρεπε να είχε ακολουθήσει μετά την αγκωνιά...
    Αυτός που με ξενύχιασε με έκανε να πατήσω πάλι κάτω με τις φτέρνες. Τώρα δεν έκανα μυτάκια και δεν μπορούσα να δω κανέναν πάνω από τον ώμο του. Επιχείρησα να χτυπήσω κάποιον για να μπορέσω να περάσω. Βρήκα αυτόν που ήταν δίπλα μου, και του έριξα την πιο δυνατή αγκωνιά. Αισθάνθηκα στο μπράτσο μου να ταξιδεύει ένας πόνος σαν ηλεκτρισμός, λες και δεν είχα χτυπήσει άνθρωπο, αλλά ένα στύλο. Θα έδινα όρκο όμως πως δεν είχα χτυπήσει αντικείμενο, και σίγουρα όχι κάποιον στύλο, γιατί είτε το ήθελα είτε όχι, δεν μπορούσες να βρεις στύλο με τόσο πλήθος. Χτύπησα άνθρωπο και αυτός που χτύπησα γύρισε να με κοιτάξει. Με κοίταξε με ύφος τόσο θυμωμένο, που οι μυς των φρυδιών του διαγράφονταν σαν σκληροί κόμποι από σκοινί, καθώς από τα ρουθούνια του βγήκε ένα φύσημα τόσο κοντά μου, σαν ταύρου, τόσο πάνω στο πρόσωπό μου, που σίγουρα ήθελε να με χτυπήσει, να μου τρυπήσει τα μάτια, και ακόμα και αν με μαχαίρωνε, κανένας δεν θα το καταλάβαινε... ή ακόμα χειρότερα, δεν θα τους ένοιαζε! Όμως κατάλαβα αμέσως ότι το θυμωμένο του ρουθούνισμα δεν έκανε ούτε το ελάχιστο φύσημα πάνω στο πρόσωπό μου. Όταν γύρισε να κοιτάξει από την άλλη, έχοντας ακόμα το ίδιο συνοφρυωμένο από τα νεύρα πρόσωπο, λες και πλέον ήταν μόνιμη μάσκα, προσπάθησα να παρατηρήσω το στέρνο του. Κι όμως, κατάλαβα αυτό που περίμενα, κατάλαβα κάτι που δεν ήθελα με τίποτα να καταλάβω.
    Τούτος εδώ ο τύπος δεν ανέπνεε. Στ' αλήθεια σας το λέω, δεν είχε αναπνοή. Κοίταξα ολόγυρά μου, για να παρατηρήσω το ίδιο και στους άλλους επιβάτες: Κανενός το σώμα δεν έκανε εκείνη την χαρακτηριστική, ρυθμική και ανεπαίσθητη κίνηση της αναπνοής.
    Χριστέ μου. Κάτι δεν πάει καλά εδώ μέσα. Πρέπει να βγω... ασφυκτιώ... μου κλέβουν το οξυγόνο... μου το κλέβουν! Ανοίξτε αυτές τις πόρτες! Οι πόρτες... αυτές οι πόρτες δεν ανοίγουν, ούτε και τα παράθυρα... είναι κλειστά και αυτά! Μου παίρνουν τη ζωή μου, το οξυγόνο μου, τις πολύτιμες ανάσες μου! ΒΟΗΘΕΙΑ! 
    
Ένιωσα ένας βάρος στο στέρνο μου, σαν να βίωνα υπνική παράλυση, όμως δεν ήταν όνειρο γιατί βαριανάσαινα στ' αλήθεια, καθώς γύρω μου τα συγγνώμη που επαναλαμβάνονταν, μού θύμιζαν ότι ούτε ένας εφιάλτης δεν μπορούσε να παράξει κάτι τόσο δυσνόητο, συγγνώμη, συγγνώμη, συγγνώμη και από μένα, δεν πειράζει, σας πάτησα; Συγγνώμη. Προχώρησα στο βάθος, προσπαθώντας να φτάσω το θάλαμο του οδηγού. Ίσως κάπως να μπορούσα να παρέμβω σε τούτο τον εφιάλτη του τρόμου.
    Ένα πόδι μού έριξε τρικλοποδιά. Πήγα να πέσω με το σαγόνι στο πάτωμα, μέσα στα βήματα που πατιόντουσαν το ένα με το άλλο, και φοβήθηκα πως θα με ποδοπατούσαν κι εμένα. Δεν έπεσα όμως. Σκόνταψα στον μπροστινό μου, χτυπώντας το σαγόνι μου και το κόκκαλο της μύτης μου πάνω στην ωμοπλάτη του. «Συγγνώμη», του είπα. Όχι, σε παρακαλώ, μη λες συγγνώμη, μη το λες! Μη λες συγγνώμη! Δεν είσαι σαν αυτούς! Ήταν σαν μην είχε βγει καν από το δικό μου στόμα. Λες και απλά το αυτί μου το είχε ακούσει, λες και δεν το είχα πει εγώ, μα κάποιος άλλος δίπλα μου, που μοιραζόμασταν την ίδια φωνή. Με κλέβουν... μου κλέβουν την ταυτότητα...
    
Χώθηκα πιο μέσα, προσπερνώντας τους. Ένιωσα μια λαβή να πάει να με αρπάξει από πίσω μου, λες και ήθελε να με σταματήσει, αλλά καταπνίγηκε από το πλήθος. Έφερα τα μάτια μου δεξιά και είδα κόσμο να πατάει όρθιος πάνω στα καθίσματα. Τα έφερα τώρα δεξιά και είδα άλλους να πατάνε πάνω στους μηρούς των ήδη καθισμένων ανθρώπων. Αυτοί που κάθονταν, είτε κοιτούσαν στο κινητό τους είτε διάβαζαν είτε απλά είχαν το πρόσωπό τους χωμένο σε έναν καβάλο ή έναν πισινό, λες και δεν υπήρχε τίποτα μπροστά τους. Με έκανε να αναρωτηθώ πώς ανέπνεαν, σαν τίποτα να μην εμπόδιζε τις αναπνοές τους. Και ύστερα σκέφτηκα πως ούτως ή άλλως δεν είχαν αναπνοές....
    Βυθίστηκα μέσα σε ένα κύμα από οσμές και υφές δίχως τελειωμό. Θροΐσματα από υφάσματα να τρίβονται μεταξύ τους, το τρίξιμο του βαγονιού το οποίο κινούταν, μπλε σπινθήρες απέξω, δονήσεις κάτω από τα πόδια μου, φώτα που πάσχιζαν να φωτίσουν σωστά τα βαγόνια, αφού κεφάλια και μαλλιά τα έκρυβαν από πάνω μου, λες και ήμουν σε ένα δάσος με δέντρα ψηλά να κρύβουν με τις φυλλωσιές τους το φως του ήλιου.
    Άξαφνα, ένας πελώριος άντρας με κόλλησε ανάμεσα σε άλλους δύο άντρες. Με συμπίεσαν, ένιωσα τα μάγουλά μου να πιέζονται και να ματώνουν πάνω στα δόντια μου, ένιωσα το σφράγισμά μου έτοιμο να ξεκολλήσει και την μύτη μου να συμπιέζεται πάνω σε ένα στέρνο, να πιέζουν τα όργανά τους πάνω μου. Με ακινητοποίησαν, και το έκαναν με τέτοια φυσικότητα. Ένα γυναικείο χέρι ξετρύπωσε ύπουλα ανάμεσα από τα ανοίγματα των ντυμένων κορμιών, να προσπαθεί να μου ξεκουμπώσει το φερμουάρ στο παντελόνι, και λίγο πριν να το κάνει, να λυγίζω τα γόνατά μου στα δύο, να σκύβω κάτω και να μπουσουλώ ανάμεσα στα καλάμια τους.
    Ένα παπούτσι με κόλλησε κάτω και άρχισαν να με ποδοπατάνε όλοι, λέγοντας κάθε λίγο και λιγάκι συγγνώμη. Αισθάνθηκα μάτια να κοιτάνε ευθεία μπροστά και απλά να με ποδοπατάνε σαν να νομίζουν ότι είμαι χαλί, να μην μπορούν να ξεχωρίσουν τι είναι άνθρωπος και τι αντικείμενο. Άρπαξα έναν γυμνό αστράγαλο και άρχισα να τραβάω τον εαυτό μου, χρησιμοποιώντας τα πόδια του σαν βοηθητικά πιασίματα. Σύντομα είχα καταφέρει να βγάλω τον εαυτό μου από την παγίδα και να φτάσω με τούτο τον τρόπο, αφού πλέον είχα ανακτήσει το βήμα μου, προς το θάλαμο του οδηγού.
    Λίγο πριν ανοίξω την πόρτα, πίσω μου ένιωσα ταυτόχρονα όλα τα βλέμματά τους να στρέφονται σε εμένα, καμιά εκατοσταριά ζευγάρια μάτια, τόσο διεισδυτικά που για δύο δεύτερα το χέρι μου είχε παραλύσει πάνω στο πόμολο. Μέσα σε όλο το βαγόνι επικράτησε απέθαντη ησυχία, ούτε καν οι τριγμοί του κινούμενου συρμού δεν ακούγονταν, και όταν γύρισα το κρύο πόμολο άκουσα θροΐσματα υφασμάτων από πίσω μου, να τρίβονται έντονα εν κίνηση, βήματα βαρύγδουπα από τακούνια και γυμνά πέλματα να τρέχουν προς το μέρος μου για να με φτάσουν, να με σταματήσουν, να με πιάσουν, ω χριστέ μου, να με γονατίσουν και να με αναγκάσουν να πω συγγνώμη, να γίνω ένα με αυτούς, να τρέφονται από το οξυγόνο μου, το μοναδικό μου οξυγόνο και εντέλει όρμησα μέσα στον θάλαμο και βρόντηξα την πόρτα πίσω μου.
    Ανάσες. Δικές μου. Δικές μου ανάσες δικές μου. Εισπνοή. Εκπνοή. Δεν θα πάρετε τίποτα από μένα. Είμαι δικός μου. Το οξυγόνο μου... η ταυτότητά μου... το σώμα μου...
    Κοίτα μπροστά. Έξω από το τζάμι, από το παράθυρο. Ανάσες. Μία. Και δύο. Δεν θα ζητήσω συγγνώμη! 
    
Διέκρινα τις ράγες του συρμού να φωτίζονται από τους προβολείς. Προφανώς δεν υπήρχε κανένας οδηγός. Το βαγόνι κινούταν αυτόματα, αν και δεν ήξερα πώς ακριβώς να το επιβεβαιώσω. Το σίγουρο ήταν πως κινούμασταν. Για πού; Άγνωστο. Ακόμα είχαμε δρόμο να διανύσουμε, αφού μου φάνηκε λες και δεν θα σταματούσε πουθενά, γιατί ο προορισμός ήταν το πουθενά. Αλλά για να είχα μπει μέσα, σήμαινε πως κάπου θα σταματούσε, έτσι δεν είναι;
    Ένιωθα ανακούφιση βλέποντας πως δεν υπήρχε κανένας εδώ. Παίζει να ήμουν ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που βλέπει κινούμενο όχημα με επιβάτες χωρίς οδηγό μπροστά και να χαίρεται γι' αυτό. Αλλά κάποιος που είχε περάσει ό,τι είχα πάθει, είναι εκατό τοις εκατό σίγουρο πως θα ένιωθε τα ίδια συναισθήματα ανακούφισης με εμένα. Σύντομα όμως, διαπίστωσα πως έλειπε η χειρολαβή. Τούτο βαγόνι δεν είχε χειρολαβή! Κι αυτό σήμαινε πως δεν επρόκειτο να σταματήσει από δική μου θέληση. Έπρεπε να περιμένω...
    Έκατσα να ψάξω αν είχα κάνει λάθος σχετικά με την χειρολαβή. Εντέλει κατάλαβα πως δεν είχα κάνει λάθος. Βρήκα κάτι... κάτι τόσο σημαντικό όσο και η ίδια μου η ασφάλεια. Δυστυχώς, δεν θα μπορούσα να πω το ίδιο για την ασφάλεια της συνείδησής μου. Πάνω στο κάθισμα του οδηγού υπήρχε μια λίστα ονομάτων και οι ταυτότητες τους, λεπτομερώς καταγεγραμμένα στοιχεία για κάθε άνθρωπο που είχε πεθάνει από ατυχήματα στο μετρό, χρονολογικά από 1975 έως και το 2005. Μερικά απ' αυτά είναι βάναυσα, και θα έλεγα προκλητικό τον όρο «ατυχήματα», αφού τα περισσότερα ήταν αυτοκτονίες. Ένας τραγουδιστής από την Γιουγκοσλαβία είχε πέσει στις ράγες το '88. Ένας Αμερικανός επαγγελματίας παλαιστής είχε πηδήξει το '91 από το παράθυρο του βαγονιού. Ένας Ντον Άσμπι που ήταν παίκτης χόκεϊ είχε πεθάνει το '75. Η λίστα ήταν ατελείωτη και πρέπει να υπήρχαν πάνω από εννιακόσια άτομα, θάνατοι για κάθε εποχή του χρόνου. Εδώ υπήρχε και το δίχρονο κορίτσι που είχε γλιστρήσει στις ράγες τον Μάιο του 2002. Είχαν ανασύρει μόνο το πάνω μέρος του κορμιού της γιατί το κάτω είχε κομματιαστεί. Τότε, με ασύλληπτο φόβο και ιδρώτα να στάζει από την άκρη της μύτης μου, συνειδητοποίησα ότι τούτη εδώ η διαδρομή, δεν ήταν για τους ζωντανούς.
    Όταν πήγα να σηκωθώ πάνω, με το στόμα μου να έχει στεγνώσει, και προσπαθώντας με κάποιον υποσυνείδητο τρόπο να αναπνέω πιο αργά καταμετρώντας κάθε χνότο, λες και υπήρχε όντως περίπτωση να μου κλέψουν την ανάσα, είδα την πλατφόρμα 2 να φανερώνεται στο βάθος των προβολέων. Το τρένο βγήκε από το τούνελ και άρχισε να προχωρά δίπλα στην πλατφόρμα. Από το παράθυρο του οδηγού πρόλαβα να διακρίνω το βιβλίο τσέπης που μου είχε πέσει, αναποδογυρισμένο και ανοιγμένο στη μέση.
    Το τρένο σταμάτησε και ένα κόκκινο κουμπάκι αναβόσβησε πάνω στο ταμπλό. Δεν έδωσα σημασία και άνοιξα την πόρτα. Βγήκα έξω, εισπνέοντας ανυπολόγιστα από το στόμα και τα βουλωμένα ρουθούνια μου. Σε κάποια στιγμή νόμιζα πως είχα ουρλιάξει κιόλας, αν και δεν θυμάμαι να πω.
    Πάγωσα στην θέση μου. Δίπλα μου, ακριβώς δεξιά μου, οι θύρες άνοιγαν. Σαν μέσα από κονσερβοκούτι, ακούγονταν φωνές να λένε αδιάκοπα το ένα συγγνώμη μετά το άλλο. Ακολούθησαν εικόνες από το εσωτερικό των βαγονιών και των στρυμωγμένων ανθρώπων στο μυαλό μου και κόντεψε να με πιάσει υστερία.
    Γονάτισα. Απλά γονάτισα. Οι παλάμες μου είχαν ιδρώσει, το ίδιο και το κορμί μου πάνω στο μουσκεμένο από τον ιδρώτα πλεκτό πουλόβερ που τώρα με έξυνε αλλά δεν με ένοιαζε να ξυστώ, γιατί εδώ διακυβεύεται η ζωή μου, από μια απλή ανάσα.
    Η κλειστοφοβία με είχε γονατίσει.
    Κανένας δεν βγήκε έξω. Οι πόρτες έκλεισαν. Ντρουμπ!
    
Μπροστά μου ήταν οι σκάλες που οδηγούσαν στην έξοδο. Έτρεξα και σκόνταψα στο πρώτο σκαλοπάτι. Ανέκτησα το βήμα μου και ανέβηκα όλα τα σκαλιά, δύο-δύο. Όσο γρήγορα όμως κι αν τα είχα ανέβει, βρήκα μια έκπληξη τόσο τρομερή που βόγκηξα λες και με είχαν τελικά μαχαιρώσει. Οι καγκελόπορτες ήταν κλειστές. Αλυσοδεμένες με λουκέτο. Μπορούσα να δω ανάμεσα από τα κάγκελα την έξοδο να με χλευάζει από μακριά, τις κυλιόμενες να κινούνται μόνες τους. Από πίσω μου άκουσα το τρένο να φεύγει μακριά, με τριγμούς. Συνειδητοποίησα όμως πως δεν έφευγε... αλλά ερχόταν πάλι. Και ήξερα πως θα έφευγε και θα ερχόταν ξανά, κάνοντας τον ίδιο προορισμό, με τους ίδιους επιβάτες μέσα στο βαγόνι, σαν δέσμιους, να πηγαίνουν στο πουθενά ή μάλλον, παραμένοντας εδώ για να μου κλέψουν την ανάσα... την ταυτότητά μου. Ήταν τόσο σίγουροι Αυτοί, αν ήταν άνθρωποι ζωντανοί για να τους κατονομάσω, πως αργά ή γρήγορα θα έμπαινα μέσα στο τρένο, εκμεταλλευόμενοι ότι σαν ζωντανός, έπρεπε κάποια στιγμή να επιστρέψω σπίτι.


Τέλος


Επέστρεψα. Μπορεί να άργησα πολύ, αλλά ξαναμπαίνω δυναμικά στο παιχνίδι. Ο τρόμος δεν σταματάει εδώ. Όσο υπάρχουν άνθρωποι, υπάρχουν κι εφιάλτες. 

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Oct 08, 2020 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Ιστορίες τρόμουWhere stories live. Discover now